Ο
Δημήτρης, στα τριανταπέντε πια, κοίταζε με περιέργεια την παλιά πολυκατοικία. Ο
χρόνος είχε υπάρξει λίγο ανελέητος μαζί της, όπως με όλους άλλωστε. Δεν
περίμενε ποτέ πως θα σταθεί ξανά σε αυτό το κατώφλι. Η παρόρμησή του να βγάλει τα
κλειδιά από την τσέπη για να ανοίξει, διακόπηκε από ένα νοσταλγικό χαμόγελο.
«Μετά από τόσα χρόνια μακριά σου, κι όμως ακόμη είσαι δικό μου.» σκέφτηκε
κοιτώντας την εξώπορτα. Πήρε μια βαθιά ανάσα και χτύπησε το κουδούνι.
Ακούστηκαν ομιλίες και το χτύπημα από παιδικά ποδαράκια που βιάζονται να
καλωσορίσουν το νεοφερμένο. Θυμήθηκε τότε, που αυτός ο ήχος ερχόταν από τον
ίδιο κάνοντας τον ενθουσιασμό του να αντηχεί σε όλο το σπίτι.
Η
πόρτα άνοιξε και η οικογένεια τον χαιρέτησε θερμά. «Είναι περίεργο με πόση χαρά
υποδέχονται έναν ξένο που δεν έχουν δει ποτέ στη ζωή τους και πόσο πρόθυμοι
ήταν να μου επιστρέψουν αυτό που βρήκαν. Ό,τι κι αν είναι αυτό.» σκέφτηκε. Οι
συστάσεις έγιναν. Ο Πέτρος ήταν γιος του ζευγαριού που τους είχαν πουλήσει το
σπίτι αρχικά. Με την Ελένη, τη γυναίκα του, είχαν μία δεκάχρονη κόρη, τη Ζωή
και έναν μικρό, τον Άρη. Η οικογένεια είχε μόλις μετακομίσει στο σπίτι που τους
παραχώρησαν γενναιόδωρα οι γονείς του Πέτρου, μιας και το μικρό τριάρι δεν τους
χωρούσε πια, τώρα που κι ο Άρης είχε μεγαλώσει και δεν μπορούσε να κοιμάται στο
δωμάτιο των γονιών του. Όλα αυτά του τα είχαν πει στο τηλέφωνο με περίσσιο
ενθουσιασμό. Για εκείνον ήταν μεγάλη έκπληξη εκείνο το τηλεφώνημα. Είχαν
περάσει είκοσι χρόνια από την αγοραπωλησία και δεν είχαν ποτέ καμιά άλλη επαφή.
Είχε
έρθει η στιγμή για την οποία ανυπομονούσε όλη την εβδομάδα αλλά και έτρεμε
συνάμα. Έστρεψε, λοιπόν, την προσοχή του στο σπίτι. Με μεγάλη του συγκίνηση
είδε ότι αν και όλα είχαν αλλάξει, τα ένιωθε ίδια. Οι τοίχοι, τα πλακάκια, οι
καμάρες του διαδρόμου, είχαν κρατήσει κι εκείνη την τεχνοτροπία στην καμινάδα
του τζακιού που είχε κάνει ο πατέρας του τότε. Του είχε πάρει μερικές μέρες να
το βάψει χρησιμοποιώντας ένα σφουγγαράκι για να απλώνει το χρώμα, έτσι που να
μοιάζει με τουλούπες καπνού. Συνεχώς κάτι δεν του άρεσε και ξεκινούσε πάλι από
την αρχή. Κι εκείνος μπλεκόταν στα πόδια του θέλοντας να βοηθήσει. Ένιωσε μια
γλυκιά ζεστασιά. Είδε τα φαντάσματα του παρελθόντος του να έρχονται να τον
καλωσορίσουν σαν παλιοί, χαμένοι φίλοι.
Η
Ελένη, πάντοτε διορατική, κατάλαβε πως ο επισκέπτης της χρειαζόταν λίγο χρόνο
με το σπίτι. Του πρότεινε να τον ξεναγήσει. Εκείνος δέχτηκε με ανυπομονησία.
Περνώντας από το διάδρομο θυμήθηκε τη μέρα που μικρός είχε πιάσει έναν
μαρκαδόρο και είχε ζωγραφίσει όλον τον τοίχο. Η μητέρα του αντί να τον μαλώσει,
φώναξε τον πατέρα του και φιλοτεχνήσανε μαζί όλο το διάδρομο. Του είπε πως αν
ήταν να κάνει κάποια εικαστική παρέμβαση στο σπίτι, καλό ήταν να το συζητούν
όλοι μαζί πρώτα για να βάλουν όλοι ιδέες. Ήταν μόνο πέντε, δεν ήξερε τι σήμαινε
εικαστική παρέμβαση, αλλά το νόημα το είχε πιάσει.
Στα
δεξιά το γραφείο του πατέρα του, το άβατο της παιδικής του ηλικίας, έστεκε
φωτεινό και αλλιώτικο. Άλλοτε, γεμάτο καπνούς από τα τσιγάρα που έσβηναν στο
τασάκι το ένα μετά το άλλο και αραδιασμένους δίσκους και βιβλία δεξιά και
αριστερά, τον γέμιζε με δέος. Τώρα ήταν ένα πολύχρωμο παιδικό δωμάτιο. Πέρασαν
την κρεβατοκάμαρα, το μπάνιο, την κουζίνα, κάθε δωμάτιο του έφερνε και μια
διαφορετική ανάμνηση, από μια διαφορετική εποχή. Σκηνές εναλλάσσονταν μπροστά
στα μάτια του με ιλιγγιώδη ταχύτητα, λες και προσπαθούσε να φυλακίσει όσα
χρόνια είχε ζήσει εκεί μέσα σε μια στιγμή. Όλες οι αναμνήσεις του παιδικού και εφηβικού
εαυτού του ανασάλευαν στο στήθος του, ανακατεύοντας τα συναισθήματά του, μετατρέποντας
τα σωθικά του σε μια μεγάλη σούπα.
Φτάνοντας
στο παλιό του δωμάτιο, η ανάσα του κόπηκε. Η τζαμαρία που έπιανε παλιά ολόκληρο
τον τοίχο και πρόσφερε μια υπέροχη θέα σε ολόκληρη την Αθήνα, στη θάλασσα, στα
καράβια, είχε εξαφανιστεί. Πόσα βράδια είχε περάσει να κοιτάζει αυτή τη θέα ακούγοντας
μουσική, βλέποντας τα φώτα της πόλης να αναβοσβήνουν και τα καράβια να πηγαινοέρχονται από και προς
άγνωστους προορισμούς. Πόσους φόβους,
χαρές και λύπες είχε φυλακίσει στην καρδιά του αυτή η θέα. Στη θέση της, έστεκε
ξεδιάντροπα ένα τσιγκουνεμένο παράθυρο. Εκείνη τη στιγμή ένιωσε σαν να ξύπνησε.
Έπιασε τον εαυτό του με μαεστρία τη στιγμή που ήταν έτοιμος να βουτήξει στη
νοσταλγία και τη μιζέρια και τον επανέφερε στην επιφάνεια. Ήταν ένα υπέροχο
ταξίδι αυτό, αλλά δεν έπρεπε να ξεχνάει πως όλα, όπως κι εκείνος, έχουν αλλάξει
πια, πως αυτό ήταν κάτι το θετικό. Το σπίτι του θα μπορούσε για πάντα να
προβάλλεται απαράλλαχτο στις αναμνήσεις του, το επισκεπτόταν άλλωστε τόσα
χρόνια νοερά, σε στιγμές αναζήτησης. Δεν υπήρχε λόγος να στενοχωριέται πια για
την υλική του διάσταση. Ανήκε τώρα σε κάποιον άλλον, για τον οποίο ήταν εξίσου
σημαντικό.
Η
Ελένη ένιωθε ξένη σε αυτή τη μικρή ξενάγηση. Ο επισκέπτης της κοιτούσε με μάτια
που έβλεπαν πέρα από τα έπιπλα και τα ντουβάρια. Φανταζόταν μέσα του να
ζωντανεύουν σκηνές με ηθοποιούς αλλιώτικους από τους τωρινούς κατοίκους. Ένας
κόσμος καλά κρυμμένος, που είχε αφήσει, όμως, τα σημάδια του στο σπίτι που ήταν
έτοιμη να αγαπήσει. Όταν είχε έρθει για πρώτη φορά εδώ, είχε νιώσει να
ερωτεύεται, αν μπορεί κανείς να πει κάτι τέτοιο. Είχε πατήσει το πόδι της μέσα
στο σπίτι και είχε αισθανθεί ένα υπέροχο προαίσθημα, πως εδώ θα έκανε τις πιο
όμορφες αναμνήσεις της. Δε συνήθιζε να δίνει πολλή σημασία στη μοίρα, το
πεπρωμένο και τα άστρα. Τα προαισθήματά της, όμως, ήταν πάντοτε οδηγοί
αλάνθαστοι και αντί να τα φοβάται, τα αγκάλιαζε και πορευόταν μαζί τους. Ένα
τέτοιο προαίσθημα της είχε πει να ανοίξει το χρηματοκιβώτιο στην ντουλάπα της
κρεβατοκάμαρας. Της είχαν πει πως ήταν χαλασμένο, ο συνδυασμός είχε μπλοκάρει
πριν ακόμα πουληθεί το σπίτι και μιας και ήταν άδειο όταν έγινε αυτό, δεν είχε
ασχοληθεί κανείς να το φτιάξει. Οι γονείς του Πέτρου δεν θέλησαν ποτέ να το αξιοποιήσουν.
Όταν ο άνθρωπος που είχε καλέσει κατάφερε να το ανοίξει, το χρηματοκιβώτιο τους
φανέρωσε έναν θησαυρό. Σιωπηλό και ταπεινό, ένα ξύλινο κουτί περίμενε να το
ανακαλύψουν. Πάνω του σκαλισμένα αστέρια και πλανήτες, ζωγραφισμένα με απαλά
χρώματα που δεν είχαν ξεθωριάσει με το πέρασμα του χρόνου. Δεν το άνοιξε. Ήξερε
πως δεν ήταν για εκείνην εκεί, έπρεπε με κάποιο τρόπο να επικοινωνήσει με τους
παλιούς ιδιοκτήτες. Μέσω των πεθερικών της βρήκε το παλιό τηλέφωνο του
ιδιοκτήτη κι εκείνος την παρέπεμψε στο γιο του. Της είπε πως οτιδήποτε
βρισκόταν σε εκείνο το χρηματοκιβώτιο ήταν δικαιωματικά δικό του και ότι του το
είχε ήδη στερήσει πολύ καιρό. Κι έτσι έγινε και τώρα ο Δημήτρης στεκόταν δίπλα
της. Δεν του είχε πει ακριβώς τι ήταν αυτό που βρήκε, μόνο πως ήταν δικό του.
Τον οδήγησε ευγενικά στο χρηματοκιβώτιο. Το κουτί παρέμενε εκεί απείραχτο.
Μόλις είδε τι είχε μέσα το χρηματοκιβώτιο
αναφώνησε δυνατά. «Το κουτί των ονείρων!» Έτσι το έλεγε η μητέρα του. Έκρυβε μέσα
του κάθε μικρό της θησαυρό: αντικείμενα, αναμνήσεις, σημειώματα, αγαπημένες
φωτογραφίες. Νόμιζε ότι είχε χαθεί στη μετακόμιση. Είχε τσακωθεί πολύ άσχημα με τον πατέρα του
γι’ αυτό. Τον είχε κατηγορήσει ότι είχε φροντίσει να χαθεί το μοναδικό πράγμα
που του είχε απομείνει από κείνη. Δεν του είχε μιλήσει για ένα μήνα. Με
τρεμάμενα χέρια από τη συγκίνηση, πήρε το κουτί και άνοιξε απαλά το καπάκι.
Αμέσως δάκρυα του ήρθαν στα μάτια. Ήταν όλα εκεί.
Η οικογένεια είχε συγκεντρωθεί στο δωμάτιο από
περιέργεια. Η διακριτικότητά τους
επέβαλλε να του αφήσουν κάποιο χώρο αλλά δεν μπορούσαν να υποκριθούν πως
ήταν αδιάφοροι. Ο πρώτος που έσπασε τις κοινωνικές νόρμες ήταν ο Άρης.
Πλησιάζοντας τον άγνωστο που είχε κάτσει σαν παιδί στο πάτωμα και κοίταζε το
κουτί, έσκυψε πάνω από τον ώμο του και ρώτησε: «Τι είναι αυτό; Γιατί κλαις;» Ο
Πέτρος βιάστηκε να νουθετήσει το γιο του αλλά δεν ήταν αναγκαίο.
Η απάντηση ήρθε ως πρόσκληση για όλους να
καθίσουν γύρω του για να ακούσουν. Η φωνή του ήταν ήρεμη και ένιωθε πάνω από
όλα χαρά, ίσως μια ολοκλήρωση. Ήταν από εκείνες τις σπάνιες στιγμές που τις
θυμάσαι για πάντα μαγικές και αυτοί που τις μοιράζονται μαζί σου, είτε ξένοι
είτε όχι, έχουν ανάλογο δικαίωμα στη μαγεία τους με εσένα. «Η μητέρα μου πέθανε
λίγο πριν πουλήσουμε το σπίτι. Ήταν άρρωστη για μερικά χρόνια και τον τελευταίο
καιρό τα πράγματα γίνονταν όλο και πιο δύσκολα. Τα έξοδα για τις θεραπείες και
τις εγχειρίσεις ήταν πολλά. Ο πατέρας μου αποφάσισε να πουλήσει το σπίτι για να
ανταπεξέλθει. Λίγες βδομάδες πριν ολοκληρωθεί η διαδικασία, η μητέρα μου μας
άφησε. Το σπίτι πουλήθηκε έτσι κι αλλιώς, παρά τη δική μου αγωνία. Ένιωθα πως
με έπαιρνε μακριά από εκείνη, από το σπίτι που έζησε και με μεγάλωσε. Έδωσε όλα
της τα πράγματα, ο τρόπος του να αντιμετωπίσει την απώλειά της ήταν να
απομακρύνει οτιδήποτε τη θύμιζε. Δε με ρώτησε τι χρειαζόμουν εγώ. Πριν πετάξει
τα πάντα, πήρα αυτό το κουτί όπου φύλαγε τα αγαπημένα της πράγματα και το
κράτησα ασφαλές. Όμως, στη μετακόμιση χάθηκε. Ήμουν σίγουρος ότι το είχε βρει
και το είχε πετάξει και καταριόμουν τον εαυτό μου που το είχα αφήσει έστω και
λίγο από τα μάτια μου. Και τώρα είναι εδώ. Το είχε κρύψει εδώ όλον αυτόν τον
καιρό.»
Καθώς μιλούσε, έβγαζε ένα ένα τα αντικείμενα του κουτιού
και τα κοίταζε με αγάπη. Βρήκε μερικές παλιές της φωτογραφίες από μια γιορτή
που φορούσε ένα όμορφο πράσινο φόρεμα, το βραχιολάκι που φορούσε στο μαιευτήριο
όταν τον γέννησε, τη συλλογή της από κοχύλια, τα γράμματά της, το αγαπημένο της
βιβλίο γεμάτο σημειώσεις, το πρώτο του καπέλο που το αγαπούσε τόσο πολύ που δεν
το έβγαζε από πάνω του μέχρι που σκίστηκε, ευχετήριες κάρτες, αναμνηστικά από
ταξίδια και άλλα τόσα μικρά θαύματα. Φτάνοντας στον πάτο, είδε έναν φάκελο. Τον
έβγαλε έξω με περιέργεια. Πάνω έγραφε το όνομά του. Όταν τον άνοιξε
συνειδητοποίησε πως κρατούσε ένα γράμμα από τη μητέρα του:
Αστεράκι μου,
σου
γράφω τώρα για τελευταία φορά. Ξέρω πως σε λίγο θα μπορώ να σου μιλώ μόνο με τα
μάτια. Θέλω να σου πω ξανά πόσο σ’ αγάπησα από την πρώτη στιγμή που υπήρξες
στον κόσμο. Θέλω να σου πω πόσο περήφανη με κάνεις κάθε στιγμή. Είμαι σίγουρη
πως θα φτιάξεις μια υπέροχη ζωή, γεμάτη από τα θέλω σου και το φως που έχεις
μέσα σου.
Μόνο, σε παρακαλώ, μη
με αφήσεις να γίνω ένα φάντασμα που θα στοιχειώνει τις ημέρες σου. Το ξέρω πως
δεν θα είναι εύκολο, μα είσαι δυνατός. Ψάξε καλά μέσα σου, αγάπη μου, μάθε τον
εαυτό σου και όλα θα πάνε καλά. Μη φοβάσαι για μένα, έχω συμφιλιωθεί με αυτό
που πρόκειται να συμβεί. Είμαι τόσο χαρούμενη που είχα αυτό το χρόνο μαζί σου
και τον πατέρα σου. Ήμουν και είμαι πολύ ευτυχισμένη. Θα με κουβαλάς πάντα μαζί
σου, θα το δεις. Κι έτσι, εγώ θα σ’ αγαπώ για πάντα. Να με θυμάσαι σαν κάτι
ανάλαφρο, γιατί αυτό υπήρξα πάντοτε.
Θα είμαι μαζί σου ως τα πέρατα του κόσμου.
Η μαμά σου
Τα δάκρυα ανάβλυζαν σαν τα μάτια του να είχαν γίνει βρύσες
ανοιχτές. Το σφίξιμο στο στήθος του γινόταν ανακούφιση και μετά βάρος κι έπειτα
χαρά και όλα αυτά μαζί συνέθεταν μια μεγάλη ευγνωμοσύνη για αυτόν τον θησαυρό
που δεν του είχε επιστρέψει μόνο όμορφες αναμνήσεις αλλά και μια επιβεβαίωση
πως όσα είχε γίνει ακολουθούσαν αυτή την τελευταία συμβουλή της μητέρας του.
Της είχε χαρίσει με τα χρόνια την πιο όμορφη θέση την καρδιά του και την είχε
απαλλάξει από κάθε λογής βαρίδια. Είχε αποδεχτεί την απώλειά της με το να την
αγαπά για όλα τα όμορφα πράγματα που είχε υπάρξει και του είχε μάθει. Είχε
δουλέψει πάρα πολύ για να βρει μέσα του το φως που εκείνη πάντα έλεγε ότι είχε
και να το ακολουθήσει. Και τώρα αυτό το γράμμα ερχόταν σαν μια μακρινή
επιβράβευση. Στο φάκελο υπήρχε άλλο ένα μικρό σημείωμα που δεν είχε παρατηρήσει
ως τώρα. Το άνοιξε:
«Αν
ποτέ βρεις αυτό το κουτί, συγχώρεσέ με που την κράτησα μακριά σου.
Δεν
άντεχα να την πάρω μαζί μου.»
Είχε περάσει πολλά χρόνια θυμωμένος με τον πατέρα του. Αυτό
δεν ήταν, όμως, το συναίσθημα που ένιωσε τώρα. Ένιωσε λύπη. Το κομμάτι που τον
βάραινε ακόμα και δεν τον άφηνε πολλές φορές να προχωρήσει ήταν η αποξένωση με
τον πατέρα του και όλα τα καταστροφικά της αποτελέσματα. Όλες οι αντιδραστικές
του αποφάσεις ως έφηβος, όλη η κόλαση που είχαν περάσει και οι δυο τους συγκάτοικοι
σε ένα ξένο σπίτι χωρίς να λένε μια καλημέρα, όλα τα σημάδια που είχαν
αποκτήσει κι οι δυο τους από την αδυναμία τους να επικοινωνήσουν αποτελούσαν το
πιο βαρύ του φορτίο. Αυτό το φορτίο που καμία ψυχοθεραπεία δεν είχε καταφέρει
να ελαφρύνει. Κι αυτό το σημείωμα ήταν η καλύτερη περιγραφή για τη σχέση τους
μετά το θάνατο της μητέρας του. Ο καθένας έκανε αυτό που θεωρούσε πως θα τον
βοηθήσει, δίχως να λογαριάζει τον άλλον, κουβαλώντας μονάχα τύψεις για την
παράβασή του αυτή. Όχι, δεν άντεχε να θυμώσει ξανά μαζί του. Η απρόσμενη αυτή
επίσκεψη του παρελθόντος τον είχε μαλακώσει.
Είχε έρθει η ώρα να φύγει. Πολύ συγκινημένος ευχαρίστησε
την Ελένη και χαιρέτησε τους ανθρώπους που του χάρισαν κάτι τόσο σημαντικό. Θα
τους άφηνε τώρα να συνεχίσουν τη ζωή τους κι εκείνος θα επέστρεφε στη δική του,
ίσως τελείως αλλαγμένος. Το μικρό αυτό ταξίδι στο παρελθόν, στο σπίτι που
μεγάλωσε, του είχε θυμίσει πολλά πράγματα που είχαν ξεθωριάσει. Αν και
σκεφτόταν συχνά εκείνη την περίοδο της ζωής του και νοσταλγούσε το χώρο και
τους ανθρώπους, πάντα φανταζόταν τον εαυτό του να επιστρέφει ως παιδί, να
ξαναζεί στιγμές ευτυχισμένες, ξέγνοιαστες. Η πιο αληθινή αυτή επίσκεψή του ως
ενήλικας, τον είχε βοηθήσει να δει πως δεν θα μπορούσε ποτέ πια να γυρίσει
πίσω. Όλα κινούνταν συνεχώς, τίποτε δεν θα μπορούσε να είναι ίδιο με αυτό που
υπήρξε τότε. Αυτή τη φορά, όμως, αντί να συνθλίβεται από τη συγκίνηση και τη
ματαίωση μπροστά σε μια τέτοια σκέψη, ανακάλυψε έναν καινούργιο χώρο να
ανοίγεται μέσα του. Ένα αίσθημα ελπίδας τον πλημμύρισε. Αντί να αναρωτιέται τι
θα μπορούσε να είχε κάνει αλλιώς στο παρελθόν, έπρεπε να στοχεύσει σε ένα
διαφορετικό μέλλον. Όλο το αγαπημένο τότε, θα έπρεπε τώρα να χωρά σε συζητήσεις
γύρω από τη φωτιά, δημιουργώντας νέες αναμνήσεις. Μάλιστα, υπήρχε άλλος ένας
πρωταγωνιστής που ήταν ακόμα εδώ και μπορούσε να μοιραστεί αυτό το νέο ρόλο της
δημιουργίας, ο πατέρας του.
Ξάφνου, ενώ έριχνε γύρω του μια αποχαιρετιστήρια ματιά, του
ήρθε στο μυαλό η τελευταία φορά που είχε σταθεί στο ίδιο σημείο, συντετριμμένος
από το βάρος του αποχωρισμού. Επειδή καθυστερούσε, ο πατέρας του είχε πει να
βιαστεί κι εκείνος πάνω στον αναβρασμό του, με όλη την ψυχρότητα που μπορούσε
να στάξει στη φωνή του, είχε πει: «Σε μισώ.» Θυμόταν ακόμα τα μάτια του πατέρα
του να χαμηλώνουν. Η απάντηση είχε έρθει σιγανά: «Εγώ, όμως, σε αγαπώ. Και κάνω
ό,τι μπορώ.» Όφειλε στον πατέρα του άλλη μια ευκαιρία.
Μπαίνοντας σπίτι τον υποδέχτηκε ένας σίφουνας που χώθηκε
στην αγκαλιά του. «Μπαμπά άργησες! Είχες
υποσχεθεί να στολίσουμε το δέντρο!» Η
εξάχρονη κόρη του ήταν όλο παράπονα. Ένιωθε την ανάγκη να διεκδικεί τα πάντα
δίχως σταματημό. «Όλα θα γίνουν.» της απάντησε γλυκά. «Πού είναι η μαμά;» Η Έλσα
εμφανίστηκε στο δωμάτιο διστακτική. «Τι έγινε;» ρώτησε. «Έχω πολλά να σου πω.»
της απάντησε. «Αλλά πρώτα θέλω να τηλεφωνήσω στον πατέρα μου. Λέω να τον
καλέσουμε για τα Χριστούγεννα σπίτι, τι λες;» Βλέποντας το έκπληκτο βλέμμα της
πρόσθεσε, χαμογελώντας: «Είναι καιρός η Όλγα να γνωρίσει τον παππού της.»
Όταν χτύπησε το τηλέφωνο, αναπήδησε. Ποιος να τον έπαιρνε
τηλέφωνο βραδιάτικα; Σήκωσε το ακουστικό και άκουσε κάτι που είχε να ακούσει
χρόνια: «Μπαμπά;» Αμέσως ένα φοβισμένο χαμόγελο σχηματίστηκε στο πρόσωπό του.
«Βρήκες το κουτί;» ρώτησε μόνο. «Ναι.» απάντησε ο γιος του. Η λακωνική τους
επικοινωνία ήταν πάντοτε ένα πρόβλημα. «Συγγνώμη. Ξέρω πως θα πρέπει να είσαι
πολύ θυμωμένος μαζί μου. Και νομίζω ότι είχες δίκιο. Ήσουν πάντα πολύ πιο
δυνατός από μένα.» είπε και ετοιμάστηκε να κλείσει το τηλέφωνο, νιώθοντας ήδη
ότι είχε πει παραπάνω απ΄ όσα έπρεπε. Αμέσως, από την άλλη άκρη της γραμμής
ήρθε η απάντηση: «Όχι μπαμπά, αυτή τη φορά δεν θα το κάνουμε έτσι. Δεν θα
κατηγορούμε άλλο ο ένας τον άλλον. Θέλω να έρθεις τα Χριστούγεννα στο σπίτι, να
δεις και την εγγονή σου. Θέλω να σε δω.» Δέχτηκε την πρόσκληση με συγκρατημένη
χαρά και έκλεισε το τηλέφωνο.
Ένιωθε πάντα ντροπή
που είχε αφήσει τα πράγματα να πάρουν τέτοια τροπή. Μα δεν ήταν άνθρωπος που
μπορούσε να αντιμετωπίζει τα συναισθήματά του. Ήξερε μόνο να κλειδώνει αυτά που
τον πονούσαν και να υποκρίνεται πως δεν θα ασχοληθεί ποτέ ξανά μαζί τους. Όμως,
ο γιος του δεν ήταν έτσι. Είχε πάρει πιο πολύ από τη μητέρα του. Είχε το
συνήθειο να αρπάζει τη ζωή από τα μαλλιά, να αναλύει τα πάντα, να φτάνει στο
πρόβλημα και να καταπιάνεται υπομονετικά με τη λύση του. Αυτή η αντίθεση δε
βοήθησε ποτέ το μεταξύ τους. Ίσως δεν είχε υπάρξει καλός πατέρας. Ίσως να
περίμενε πάντοτε από την Άννα να του δείξει πώς να φερθεί στο γιο τους κι όταν
εκείνη έφυγε, έμεινε να κοιτά σαν χαμένος ένα παιδί που τον είχε ανάγκη. Μακριά
της ένιωθε κενός. Κι όμως, μετά από τόσο καιρό του είχε κάνει άλλο ένα δώρο. Το
μοναδικό από τα πράγματά της που δεν είχε καταφέρει να πείσει τον εαυτό του να
πετάξει, εκείνο που είχε κρύψει με την ελπίδα και το φόβο ταυτόχρονα να βρεθεί,
είχε τώρα επιστρέψει στα χέρια του γιου του, κάνοντάς τον να χαρίσει στον
πατέρα του άλλη μια ευκαιρία. Αυτή τη φορά δεν έπρεπε να τα θαλασσώσει. Είχε,
ίσως, ακόμη χρόνο να γίνει ξανά μέλος της οικογένειάς του.
Συγκινημένος, έβαλε το χέρι στην καρδιά του και κλείνοντας
τα μάτια, ψιθύρισε: «Ευχαριστώ.» Ήταν η πρώτη φορά που της είχε μιλήσει, τα
τελευταία είκοσι χρόνια.
Αθηνά μου, μέσα από αυτή την υπέροχη ιστορία σου, με βοήθησες να καταλάβω τον εαυτό μου και τους άλλους γύρω μου. Σ' ευχαριστώ. Νάσαι πάντα καλά και να ρίχνεις φως στις σκιές.
ΑπάντησηΔιαγραφήΧαίρομαι πολύ γι'αυτό.Να'σαι καλά!
Διαγραφή