Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Σε πρώτο πρόσωπο. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Σε πρώτο πρόσωπο. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 27 Ιανουαρίου 2017

Νυχτερινές στιχομυθίες της ρουτίνας

Και που λες ετοιμάζομαι για ύπνο. Ώρες το λαχταρώ να κοιμηθώ. Είμαι κομμάτια από την κούραση. Ακουμπάω το κεφάλι μου στο μαξιλάρι ωραία και καλά και τσαφ! Μια φωνή πετιέται και αρχίζει σε εκνευριστικό τόνο τις ερωτήσεις:

-Τα πιάτα τα έπλυνες;
-Ουφ, όχι θα το κάνω αύριο.
- Στην εφορία πότε θα πας;
-Είπαμε, την Τετάρτη.
-Δεν πήρες πίσω τηλέφωνο την Αναστασία.
-Ωχ! Το ξέχασα!
-Τη βαλίτσα; Τη βαλίτσα πότε θα τη φτιάξεις;
-Σε ένα μήνα φεύγω, έχω καιρό.
-Να κάνεις λίστα, μην ξεχάσεις τίποτα!
-Όχι, όχι μην ανησυχείς. Άσε με τώρα να κοιμηθώ λιγάκι.

Και σιωπά για λίγο. Κι εκεί που νομίζω πως ησύχασε κι ετοιμάζομαι να βολευτώ, να σου πάλι!

-Καλέ, το γατί δεν το τάισες!!!!!

-Δεν έχω γάτα. 

Παρασκευή 10 Ιουνίου 2016

Εξεταστέο Μάθημα: Μικρή Ελλάδα-Μέθοδοι Αυτοκριτικής και Προβληματισμού 1


Σχολιάστε τις παρακάτω προτάσεις:
  1. Έχω συνηθίσει να σκέφτομαι πως τίποτε μεγάλο και σημαντικό δεν μπορεί να αλλάξει προς το καλύτερο.
  2. Έχω συνηθίσει να ελπίζω μόνο στην αλλαγή του εαυτού μου.
  3. Έχω αποδεχτεί πως οι μεγάλες αποφάσεις των άλλων θα μου φέρνουν μόνο απογοητεύσεις.
  4. Μου φαίνεται περίεργο πώς κάποιοι άνθρωποι βρίσκουν το κουράγιο να πολεμούν για κάτι που με την τετραγωνισμένη λογική μου δεν έχει καμία ελπίδα.
  5. Αναρωτιέμαι γιατί εκπλήσσονται και σοκάρονται όταν άλλοι παίρνουν τα ηνία γι’ αυτούς, χωρίς αυτούς και στέκονται απέναντί τους ή από πάνω.

Πέμπτη 31 Δεκεμβρίου 2015

Τι μου έμαθε ο παππούς χρόνος

Τι είναι αυτό που μας κάνει να μελαγχολούμε κάθε φορά που πλησιάζει η αλλαγή του χρόνου και οι ημέρες φαντάζουν ρεζερβέ για οικογενειακά τραπέζια και αγαπημένους φίλους;  Είναι το πρόβλημα αυτή η εξαναγκαστική χαρούμενη διάθεση ή όλα αυτά τα λαμπιόνια, τα φαγητά, τα χαμόγελα τα δήθεν και τα μη ή κάποια ανασκόπηση αυτού που πέρασε κι αυτού που έρχεται; Έχουμε μια εκπληκτική ικανότητα να πονάμε αναδρομικά και επετειακά για ένα σωρό πράγματα που μας συνέβησαν, ακόμη και αν μία μέρα πριν, γνωρίζαμε πως  τους είχαμε πλέον βάλει τη σφραγίδα «ξεπερασμένο» και τα είχαμε χώσει στην κατάψυξη. Είναι τόσα αυτά που ξεπηδούν κάθε χρονιά, τέτοια εποχή και πραγματοποιούν τη δική τους τελετουργία.  Ή μήπως είμαι μόνο εγώ; Μα γιατί πρέπει να είναι όλα τέλεια όταν αλλάζει ο χρόνος;

Τρίτη 8 Δεκεμβρίου 2015

Στην Κονίσπολη αδερφές μου (-κι αδέρφια-)



«Τάξις και ασφάλεια», θα ακούσετε να ξεστομίζουν τα ανδρείκελα των εκάστοτε μικρών, μεσαίων, μεγάλων, ακατανόητων, ψεύτικων και ολοκληρωτικών εξουσιών. Θα ακούσετε ακόμα πολλά «θα», λέξεις όπως «αναβάθμιση, ποιότητα, ποσότητα, καλύτερο, αύριο, πρέπει, να σφίξουμε, να δώσετε, να πάρουμε, να χάσετε, να κερδίσουμε…» (Συμπληρώστε κατά βούλησιν. Δεν θα σας δίνεται, άλλωστε, συχνά τέτοια ευκαιρία.) Θα θυμώσετε, θα συμβιβαστείτε, θα σκύψετε το κεφάλι, θα σηκώσετε ανάστημα, θα φωνάξετε, θα σιωπήσετε, θα…Συμπληρώστε κατά βούλησιν. Άλλωστε, οι φόρμες σας λένε συνήθως ακριβώς τι πρέπει να γράψετε, να κάνετε, να πείτε. Και τι δεν πρέπει, ομοίως.


Κυριακή 24 Μαΐου 2015

Στο νοσοκομείο

Υπάρχουν υπηρεσίες και κτήρια  που κανείς δεν επισκέπτεται με χαρά γνωρίζοντας τι έχει να αντιμετωπίσει. Το ΙΚΑ, οι εφορίες, τα νοσοκομεία συνορεύουν με τη λέξη «ταλαιπωρία» στα διαμερίσματα του εγκεφάλου, όπως άλλωστε είναι λογικό. Φαίνεται, όμως, πως όλες οι αρνητικές εμπειρίες, δικές μας και άλλων, αθροίζονται σε μια γενική απαξίωση προς τους ανθρώπους που δουλεύουν εκεί. Ίσως σε κάποιες περιπτώσεις η δυσαρέσκεια να είναι δικαιολογημένη, αλλά  η τάση να θεωρούμε όλους αυτούς τους ανθρώπους ρομποτάκια που οφείλουν να κάνουν τη δουλειά τους γρήγορα και αποτελεσματικά, παρά τις όποιες αντιξοότητες είναι πολλές φορές άδικη.

Ένα περιστατικό που με έβαλε στο μονοπάτι τέτοιων σκέψεων συνέβη μια μέρα σε ένα νοσοκομείο, στα επείγοντα. Η ουρά στη διαλογή φαινόταν ακίνητη σαν βόα που χωνεύει και ο εκνευρισμός ήταν διάχυτος στην ατμόσφαιρα. Όσο καλές προθέσεις και να έχει κανείς, επηρεάζεται. Παρόλα αυτά, είχα αποφασίσει να αντισταθώ στα αρνητικά κύματα  που λυσσομανούσαν γύρω μου και να κάνω υπομονή. Όταν πια έφτασα στην αρχή της ουράς και συνειδητοποίησα πως δεν είχα την προσοχή του ανθρώπου που βρισκόταν απέναντί μου, ετοιμάστηκα να ρίξω μερικά αστραπόβροντα  γιατί «και η υπομονή έχει τα όριά της»… Ακολουθώντας, όμως , το βλέμμα της υπαλλήλου είδα κάτι άλλο.

Εκείνη τη στιγμή ένα φορείο πέρασε γρήγορα   μπροστά στα μάτια μου, πάνω βρισκόταν  ξαπλωμένος ένας αιμόφυρτος άνδρας. Προκλήθηκε μια αναστάτωση να γίνει γρήγορα  χώρος να περάσει ο τραυματίας. Τα μάτια της υπαλλήλου ακολούθησαν το φορείο γουρλωμένα.Ψιθύρισε ερωτηματικά ένα όνομα. Σηκώθηκε να δει καλύτερα ,μα μόλις το φορείο εξαφανίστηκε στο διάδρομο, έπεσε πάλι στην καρέκλα της τρομαγμένη ξεσπώντας σε λυγμούς. Πολύ γρήγορα  πήρε δυο βαθιές ανάσες, σκούπισε τα μάτια της  με ένα χαρτομάντηλο, κατάπιε και μου ζήτησε το βιβλιάριο. Κι εκεί που έκπληκτη την παρατηρούσα να συνεχίζει τη δουλειά της με μια μόλις εγκατεστημένη σκιά στα μάτια, αναρωτήθηκα  αν κάποιος άλλος θα της είχε βάλει τις φωνές που καθυστέρησε. Το γεγονός ότι δεν μπορώ να απαντήσω με σιγουριά στον εαυτό μου με τρομάζει.


Παρασκευή 16 Ιανουαρίου 2015

Οι άνθρωποι των μονολόγων

Το απόγευμα με βρίσκει σε ένα λεωφορείο που ξεφυσάει, να ανταλλάσσω συνηθισμένες κουβέντες για μαθήματα και βαθμούς. Απέναντί μου ένας μεσήλικας, αξύριστος, εμφανώς κουρασμένος. Μυρίζει έντονα τσιγάρο και κρατάει μερικές σακούλες. Έχει χυθεί στο κάθισμά του και κοιτάζει γύρω του αφηρημένα. «…ναι, αν δε γράψεις στην κόλλα σου ότι είσαι για πτυχίο θα σου διορθώσει το γραπτό μετά από τρεις μήνες..»  Τότε ακούμε μια φωνή που δε συμμετείχε πριν στη συζήτηση : «Τι μου θυμίζεις τώρα, είχα πάει στη δασκάλα μου λουλούδια για να μου δώσει το απολυτήριο και τα είχα πάει καλά, ξέρετε. Στην αριθμητική, βέβαια, ήμουν καλός, όχι στα άλλα. Έτσι κάνει ο καθηγητής ε; Αν είναι να πάρεις πτυχίο σε περνάει να πας στο καλό αλλιώς σε αφήνει τρεις μήνες να περιμένεις, ε; Ήμουν 65 μέρες στην εντατική εγώ. Για μια μαγνητική με τρέχανε πάνω κάτω, πάνω κάτω. Δεν τους εμπιστεύομαι, είναι κακοί άνθρωποι οι περισσότεροι, έχω δει κι αν έχω δει εγώ.»
Η γνωστή παύση αμηχανίας, χαμόγελα ευγένειας μα εκείνος φαινόταν έτοιμος να συνεχίσει πριν προλάβουμε να πούμε κάτι άλλο. «Δεν ξαναπάω, τα φάρμακα μόνο και έξω απ’ την πόρτα. Το είχα κάνει λίμπα το γραφείο του γιατρού μια φορά αλλά τι θα μου κάνουν; Τι έχει μείνει να μου κάνουν; Κάτι κύστες μου είπαν ότι είχα, μου κάνανε εγχείρηση εδώ κι εδώ.» είπε δείχνοντας την κοιλιά του. Σταμάτησε λίγο, μας κοίταξε για να βεβαιωθεί ότι τον ακούμε και συνέχισε: «Φακελάκι θέλουν όλοι τους. Αλλά εγώ ποτέ δεν τους έδωσα λεφτά. Μόνο για κάτι επισκέψεις για να μου κόψουνε τα ράμματα. 90 ευρώ για να κόψουν ένα ράμμα! Με πάταγε λίγο στην κοιλιά, καλά είσαι, μου έλεγε. Τι καταλαβαίνεις, άνθρωπέ μου με ένα πάτημα; Κόψε το ράμμα, μη μου πιάνεις την κουβέντα κι άσε με να φύγω,  μη με ταλαιπωρείς κι άλλο. Δίκιο δεν έχω;» πρόσθεσε χαμογελώντας.
Δεν φαινόταν να χρειάζεται απάντηση στο μονόλογό του, είχε την ανάγκη να τα πει κι ενώ πολλές φορές σε τέτοιες περιπτώσεις επικρατεί η αμηχανία, αυτή τη φορά έπιασα τον εαυτό μου να το απολαμβάνει. Η φωνή του ήταν σιγανή και ανακατευόταν πολλές φορές με τον ήχο της μηχανής. Ιδιαίτερα όταν ανεβαίναμε ανηφόρα, τα λόγια του χάνονταν στα μουγκρητά του λεωφορείου. Μα φαινόταν σαν ο ήχος αυτός να πρόσθετε στα λόγια του παρά να αφαιρεί. Έδινε την ευκαιρία να παρατηρήσεις τις εκφράσεις του και να καταλάβεις πως δεν είχε τελικά τόση σημασία τι έλεγε αλλά με πόση χαρά το μοιραζόταν.
Μιλούσε ευχάριστα για πράγματα δύσκολα, προσδίδοντάς τους μια ελαφρότητα. Γκρίνιαζε, μα μόλις κάτι φαινόταν να βαραίνει το βλέμμα του, το έδιωχνε με ένα γέλιο και συνέχιζε απτόητος. «Έχω μπει σε όλα τα δωμάτια του νοσοκομείου εγώ, κατά λάθος σε πολλά. Είχα μπει και σε κάτι ψυγεία, εκεί που πάνε οι πεθαμένοι. Κρύο έκανε εκεί, πολύ. Είχαν ξεχάσει την πόρτα ανοιχτή γι’αυτό μπήκα. Και μου είχαν ετοιμάσει ένα δωμάτιο μονόκλινο, σκοτεινό, με μια τηλεόραση, στην άλλη άκρη μακριά από όλους. Τους είπα αν με αφήσουν εκεί θα φουντάρω από το μπαλκόνι μόλις φύγουν, τι να το κάνω εγώ μια τηλεόραση να την κοιτάζω όλη μέρα; Τουλάχιστον στα τρίκλινα βλέπεις λίγο κόσμο. Και πείνα. Αυτό θα πει πείνα. Ό,τι δεν έτρωγαν οι διπλανοί μου το καταβρόχθιζα. Λίγο γύρναγαν οι νοσοκόμες την πλάτη και πάει κι ο μπακαλιάρος, πάει και το κοτόπουλο. Ε τι, να πεινάω;» ξέσπασε γελώντας σαν παιδί που το πιάσανε να κάνει αταξία.
Έλεγε κι άλλα πολλά, ήταν σαν να του έρχονταν τυχαία στο μυαλό και δεν προσπαθούσε να μιλήσει για ένα πράγμα με αρχή, μέση και τέλος. Παρατήρησα, όμως, πως  ό,τι κι αν έλεγε έκανε παύσεις μονάχα σε κάτι που του φαινόταν αστείο ή μια όμορφη ανάμνηση. Αναρωτήθηκα πώς κατάφερνε να τα συνθέτει όλα έτσι, χωρίς να μένει τίποτα πικρό πίσω. Ήταν σίγουρα κάτι το αξιοζήλευτο. Θυμήθηκα πόσες φορές είχα εντυπωσιαστεί από αντίστοιχους μονόλογους σε λεωφορεία γιατί οι άνθρωποι απέναντί μου με άφηναν για λίγο να κοιτάξω από την κλειδαρότρυπα της καθημερινότητάς τους. Διαφορετικές κοσμοθεωρίες, αλήθειες, τυχαίες γνώσεις, αναμνήσεις, αραδιάζονταν όλες στα πόδια μου σε μικρά κομμάτια. Αποφάσισα να δίνω μεγαλύτερη προσοχή στους ανθρώπους των μονολόγων από εδώ και πέρα.
Κάποια στιγμή έφτασε η ώρα να κατέβει. Τότε μας είπε ότι καλύτερα να γίνουμε μικροβιολόγοι κι όχι γιατροί, οι μικροβιολόγοι είναι καλοί, είπε. Μας ευχήθηκε καλή πρόοδο και έφυγε χαμογελαστός. Κι εκεί που η συζήτηση άρχισε δειλά δειλά να επιστρέφει στα γνωστά της μονοπάτια, εγώ είχα ένα χαμόγελο μέχρι τα αυτιά, από αυτά που αποκτάς όταν κάνεις μια προσωπική μικρή ανακάλυψη που δεν είναι απαραίτητο να κατανοήσουν οι άλλοι.


(Τα λεγόμενα του αγνώστου που δεν έμαθα το όνομά του μεταφέρθηκαν όσο γινόταν αυτούσια με κάθε επιφύλαξη ελλιπούς μνήμης.)

Τετάρτη 7 Μαΐου 2014

A chance of sunshine~ Εκείνη κι Εκείνος~ Love at first sight



 Πριν λίγο καιρό, κοιτώντας τη φοιτητική μου βιβλιοθήκη σε μια στιγμή απέραντης απελπισίας πάνω από έναν τεράστιο τόμο γενετικής (η εξεταστική περιλαμβάνει πολλές τέτοιες στιγμές), βρήκα πως κάτι μου έλειπε. Έχω μεγαλώσει σε ένα σπίτι όπου τα βιβλία ήταν το βασικό συστατικό κάθε ματιάς που έριχνες τριγύρω. Έτσι, λοιπόν, είχα μάθει τη θέση κάθε βιβλίου και το πώς η θέα του επηρέαζε τη διάθεσή μου, είχα μάθει να ατενίζω τις βιβλιοθήκες για να πάρω κουράγιο και έμπνευση. Στο ταξίδι μου,όμως, για το καινούργιο σπίτι πήρα μόνο τα άκρως απαραίτητα και τα άφησα ύστερα να στέκονται δίπλα σε βαριά βιβλία βιολογίας. 
 Επιστρέφοντας σε εκείνη την καθόλου σπάνια στιγμή απελπισίας...κατάλαβα πως μόνος τρόπος επιβίωσης σε παρόμοιες περιπτώσεις θα ήταν η εισαγωγή ενισχύσεων. Ας εξηγήσω λιγάκι την κατάσταση. Σπίτι όλη μέρα, ο ήλιος είτε αποχώρησε είτε δε βγήκε ποτέ (ειδικά εκείνες τις βασανιστικές συννεφιασμένες μέρες του Φλεβάρη), κι εγώ στη μέση ενός ωκεανού από ονόματα πρωτεϊνών, μηχανισμών, οργανισμών και τρέχα γύρευε. Όσο περίεργο κι αν φαίνεται, το μάτι μου θα πάει κατευθείαν στα ράφια, μήπως ξεκουραστεί πάνω σε κάποιο εξώφυλλο που θα του θυμίσει μια ιστορία και ίσως του δώσει λίγο θάρρος. Απαραίτητες, λοιπόν, οι ενισχύσεις σε εκείνα τα ράφια.
 Η πρώτη μου επιστράτευση ήταν ένα από τα αγαπημένα μου παιδικά βιβλία. Εκείνη κι Εκείνος του Jimmy Liao ή στα αγγλικά ένας τελείως διαφορετικός τίτλος όπως συμβαίνει πολλές φορές A chance of sunshine. Αν και όταν το πρωτοέπιασα στα χέρια μου ήμουν πολύ λίγο καιρό σε αυτόν τον κόσμο για να μπορέσω να το καταλάβω, αργότερα το εκτίμησα πάρα πολύ. Δεν είναι μια ιστορία αγάπης, όπως θα μας προϊδέαζε ο τίτλος. Η αγάπη μπορεί να προέκυψε μετά το τέλος του βιβλίου, μπορεί και όχι. Είναι μια ιστορία γνωριμίας και τυχαιότητας. Ένα βιβλίο όπου οι εικόνες κυριαρχούν συνοδευόμενες από λίγες μόνο λέξεις. Απλές λέξεις, τίποτε το πομπώδες. Οι ιδέες που πλέουν στο κεφάλι μου κάθε φορά που το (ξανα)διαβάζω αφορούν την αποπνικτική ζωή μέσα στο τσιμέντο, το πόσο ο άνθρωπος έχει ανάγκη από τους άλλους, το πόσο λίγα μπορείς να πεις κι όμως να ακουστούν πολλά. Μα πάνω από όλα συνεπαίρνομαι από εκείνη τη μαγεία του τυχαίου που μπορεί να σε φέρει κοντά ή να σε απομακρύνει από κάποιον άλλον ανεξάρτητα από τις δικές σου προθέσεις.
 Όμως όλα αυτά θα ήταν λειψά αν δεν συμμετείχε και ένα μικρό απόσπασμα από το όμορφο ποίημα της βραβευμένης με Νόμπελ Wislawa Szymborska, δίνοντας ακριβώς τον τόνο της αβεβαιότητας και της Σύμπτωσης που τυχαίνει να με συναρπάζει. Η μετάφραση είναι κάτι το ριψοκίνδυνο, ένα ποίημα αλλάζει, παίρνει μορφές διαφορετικές με κάθε μεταπήδηση σε άλλη γλώσσα και με κάθε μεσολάβηση κάποιου άλλου. Παραθέτω, λοιπόν, το ποίημα στα αγγλικά έτσι ώστε να υπάρχει μονάχα ένα πέπλο μεσολάβησης που μας χωρίζει από την Πολωνέζα ποιήτρια.

Love at first sight

They're both convinced
that a sudden passion joined them.
Such certainty is beautiful,
but uncertainty is more beautiful still.

Since they'd never met before, they're sure
that there'd been nothing between them
but what's the word from the streets, staircases, hallways-
perhaps they've passed by each other a million times?

I want to ask them
if they don't remember-
a moment face to face
in some revolving door?
perhaps a "sorry" muttered in a crowd?
a curt "wrong number" caught in the receiver?-
but I know the answer.
No, they don't remember.

They'd been amazed to hear
that Chance has been toying with them
now for years.

Not quite ready yet
to become their Destiny,
it pushed them close, drove them apart,
it barred their path,
stifling a laugh,
and then leaped aside.

There were signs and signals,
even if they couldn't read them yet.
Perhaps three years ago
or just last Tuesday
a certain leaf fluttered
from one shoulder to another?
Something was dropped and then picked up.
Who knows, maybe the ball that vanished
into childhood's thicket?

There were doorknobs and doorbells
where one touch had covered another
beforehand.
Suitcases checked and standing side by side.
One night, perhaps, the same dream,
grown hazy by morning.

Every beginning
is only a sequel, after all,
and the book of events
is always open halfway through.

(σε μετάφραση των Stanislaw Baranczak και Clare Cavanagh)




 Ένα βιβλίο, λοιπόν, και ένα ποίημα για σήμερα. Η βιβλιοθήκη θα συνεχίσει να γεμίζει και τα μάτια μαζί με το μυαλό να ανακαλύπτουν.

Εκείνη, ζει σε μια παλιά συνοικιακή πολυκατοικία. Βγαίνοντας έξω στρίβει πάντα αριστερά, όπου κι αν  έχει να πάει.
Εκείνος, ζει σε μια παλιά συνοικιακή πολυκατοικία. Βγαίνοντας έξω στρίβει πάντα δεξιά, όπου κι αν έχει να πάει.
Εκείνη κι εκείνος δεν έχουν συναντηθεί ποτέ.


Τρίτη 6 Μαΐου 2014

Αντί προλόγου



Δεν γνωρίζω ακριβώς το λόγο που καθόρισε την αρχή μιας τέτοιας προσπάθειας. Ίσως ήταν μια παρόρμηση να μοιραστώ κάποιες σκέψεις πριν προλάβει να με σταματήσει κάποια λογική συντηρητικού αυτοπεριορισμού. Ίσως ήταν μια ευχή να βρω μερικές ψυχές που αλέθονται καθημερινά -εκτός της δικής μου- και να τους ψιθυρίσω πως είμαστε πάνω από ένας. Ίσως πάλι να ήταν απλώς μια ηλιαχτίδα που μου έκλεισε το μάτι το πρωί και μου πρότεινε να αρχίσω να χρησιμοποιώ λιγότερο το "ίσως" και περισσότερο το "θα". Όπως και να συνέβη, προσγειώθηκα εδώ και λέω να μείνω λίγο ακόμα, ελπίζοντας σε καλή παρέα και μερικές αδέσποτες σκέψεις παραπάνω. Καλό ξεκίνημα, λοιπόν, και ελπίζω να βρείτε κάτι εδώ που να μπορεί έστω μια στιγμή να σας κάνει να χαμογελάσετε ή να εξερευνήσετε προς τα μέσα αλλά και έξω.