Παρασκευή 2 Δεκεμβρίου 2016

Ο ξένος

Όταν φτάσαμε στο χωριό, μας υποδέχτηκαν με καχυποψία. Τα βλέμματά τους  έπεφταν πάνω μας  σαν μολύβι και βιάζονταν να σφίξουν τα  παιδιά τους κοντά και να κλειδαμπαρώσουν τα παραθύρια τους. Ανήσυχοι ψίθυροι ακολουθούσαν το κάθε μας βήμα. Οι ανάσες μας, θαρρείς, τους έκλεβαν από το δικό τους αέρα και γι’ αυτό μας αντιπαθούσαν. Οι λέξεις  «όχι», «φύγε» και «βρωμιάρηδες» ήταν από τις πρώτες  που μάθαμε στη γλώσσα τους. Ένα βήμα μπρος εμείς, δέκα βήματα πίσω εκείνοι, με σιχασιά.


Εμείς, από την άλλη, ήμασταν κουρελιασμένοι απ’ έξω  κι από μέσα. Κουβαλούσαμε ό,τι μπορούσαμε και συνάμα τίποτε που να είναι αρκετό για να τους πείσει πως κάποτε κι εμείς ήμασταν σαν κι αυτούς,  δικαιωματικά άνθρωποι κάτω από τον ήλιο, χωρίς τη σκιά πίσω από τα μάτια και μέσα στις καρδιές μας. Τα  παιδιά μας , που άλλοτε έτρεχαν ξέγνοιαστα στα δικά μας πλακόστρωτα δρομάκια, τώρα κούρνιαζαν άρρωστα και πεινασμένα στις αγκαλιές μας με δάκρυα στεγνά  πια και φόβο που θα έμενε εκεί, ίσως και για  πάντα.
Ζητήσαμε λίγο νερό κι ένα πιάτο φαΐ και μας είπαν κλέφτες και κακούργους. Σκέφτηκα πως έφταιγε που ήμασταν έτσι άπλυτοι και κουρελιασμένοι. Σκέφτηκα πως αν δουλεύαμε με μεράκι θα μας πιστεύανε δικούς τους, θα νιώθαμε κι εμείς δικοί τους.
Μα εκείνοι, μας φώναζαν να γυρίσουμε πίσω στη σκατοχώρα μας και τα βράδια έρχονταν στο μικρό καταυλισμό μας στην άκρη μιας αλάνας και μας εκφόβιζαν. Σταθήκαμε, όμως, τυχεροί. Οι τραμπούκοι του χωριού δεν προχώρησαν πέρα από τις φοβέρες και κάποια μικροπεριστατικά βιασμών και ξυλοδαρμών. Έτσι μας είπανε. Ότι ήμασταν τυχεροί. Μας τη χάρισαν,είπαν. Τα παιδιά μας  απαγορευόταν να ανακατεύονται με τα δικά τους, που ήταν καθαρά και είχαν ανατροφή. Τα  παιδιά μας, λέγανε, θα τους  κολλούσαν αρρώστιες  και αν πετύχαιναν κανένα στην αυλή τους  θα το έδερναν για να μην ξαναπατήσει.
Έτσι ξεκίνησε η ζωή μας στον τόπο που έπρεπε να γίνει η καινούργια μας πατρίδα. Πίσω δεν μπορούσαμε να γυρίσουμε και ο καημός αυτός ζωντάνευε στα όνειρά μας τα βράδια, καθώς μας ξέφευγαν σιγανοί λυγμοί και δάκρυα που μούσκευαν τα στρωσίδια μας. Εγκατασταθήκαμε, λοιπόν, όσο πιο διακριτικά μπορούσαμε στη γωνίτσα γης  που μας παραχωρήθηκε και για την οποία έπρεπε να είμαστε καθημερινά ευγνώμονες. Αναλαμβάναμε δουλειές που εκείνοι δεν καταδέχονταν και δεν παραπονιόμασταν ποτέ για τη σκληρή δουλειά. Χτίσαμε τη ζωή μας από τα ψίχουλα που μας πετούσαν εκείνοι λέγοντας πως δεν είμαστε άνθρωποι, πως είμαστε χαζοί και υποδεέστεροι. Ανάμεσά μας είχαμε γιατρούς και δασκάλους,  μα κι αυτοί ακόμα δε λέγανε κουβέντα  μπροστά στις όποιες προσβολές του κάθε «μορφωμένου» χωριάτη. Η περηφάνια δεν είναι καλός σύμβουλος όταν έχεις να ταΐσεις μια οικογένεια και να αναστήσεις τη ζωή σου από το τίποτε.
Διστακτικά, η μικροκοινωνία του χωριού άρχισε να μας συνηθίζει. Κάποιοι άρχισαν να είναι και λιγάκι φιλικοί. Βλέπαμε πιο συχνά χαμόγελα, ακούγαμε και μια καλημέρα. Ένας δάσκαλος ανέλαβε να μας μάθει τη γλώσσα τους κι ο φούρναρης  κερνούσε πού και πού τα πιτσιρίκια που γυρνούσαν από το σχολείο. Δεν ήταν κακοί άνθρωποι. Μονάχα φοβισμένοι και εγκλωβισμένοι στα στερεότυπα και την άγνοιά τους. Δειλά δειλά κάναμε μερικούς φίλους  και φαινόταν η ζωή να αποκτά ξανά ένα πιο όμορφο νόημα πέραν αυτού της επιβίωσης.
Ένα βράδυ, όμως, οι τραμπούκοι βρήκαν ενισχύσεις από το διπλανό χωριό και κατέφθασαν με μια άγρια χαρά ζωγραφισμένη στα πρόσωπά τους. Έβαλαν φωτιά στις σκηνές μας. Ζήσαμε ξανά μια από εκείνες τις νύχτες του πολέμου, μόνο που αυτή τη φορά βρισκόμασταν σε χώρα «πολιτισμένη». Την επόμενη μέρα κανείς δε βρέθηκε να μας προστατέψει. Ήταν όλοι φοβισμένοι, διστακτικοί ή και αδιάφοροι. Δεν είναι κακοί άνθρωποι, είπα ξανά στον εαυτό μου, απλά δεν έχουν μάθει να αντιδρούν.
Έπειτα μας έστειλαν σε μια πόλη, γιατί ήμασταν, λέει, επικίνδυνοι. Είχαμε βάλει φωτιά στον ίδιο τον καταυλισμό μας ,θέτοντας σε κίνδυνο ολόκληρο το χωριό που μας  δέχτηκε αθώα στη γη του. Έτσι είπαν. Στην πόλη, μας έκλεισαν σε ένα μέρος που θύμιζε στρατόπεδο. Κόσμος, δημοσιογράφοι, καλοθελητές  μας επισκέπτονταν σαν τους γορίλες στα κλουβιά, άλλοι με λύπηση, άλλοι με λίγη αγάπη και κάποιοι με αυτή τη λαγνεία για τον πόνο του άλλου. Για πρώτη φορά αναρωτήθηκα: «Εγώ τι θα έκανα στη θέση τους; Θα ήμουν σαν κι αυτούς;» Αυτή η σκέψη πολύ με στενοχώρησε, γιατί δεν είχα απάντηση.
Κι έπειτα ήρθε ο Σεπτέμβρης  και άνοιξαν τα σχολεία. Ξανά, βρέθηκαν κάποιοι να κλείσουν πόρτες και παράθυρα στα παιδιά μας, γιατί δεν τα ήθελαν δίπλα στα δικά τους. Το μόνο κακό που θα μπορούσαν να τους κάνουν θα ήταν να τα βγάλουν από τη φωτεινή τους σαπουνόφουσκα. Αλλά να μου πεις, ίσως αυτό φοβόντουσαν οι «συνετοί» γονείς.
Κι η ζωή συνεχιζόταν, μόνο που είχε ξεφύγει από τα χέρια μας. Την είχαν αναλάβει άλλοι για μας. Πού και πού είχαμε ένα δυο μικρές νίκες, μα δεν μπορώ να πω πως ήταν ποτέ αρκετές  για να χαμογελάσω. Δεν ήξερα τελικά αν οι άνθρωποι είναι κακοί κι αυτό πολύ με προβλημάτιζε.

Δεν μπορώ να πω τι έγινε μετά. Δεν τα κατάφερα. Δεν θυμάμαι αν ήταν κάποια αρρώστια, το κρύο ή αν κάποιος μου επιτέθηκε. Θυμάμαι, μόνο, την τελευταία στιγμή πριν κλείσω τα μάτια μου, να σκέφτομαι πως ήμουν μικρός, πολύ μικρός γι’ αυτόν τον κόσμο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου