Υπήρχε
μια εποχή που μπορούσα να ταξιδεύω την Αγγλία χωρίς σταματημό επί βδομάδες και
να παραμένω σε εγρήγορση -μια εποχή που, αν μη τι άλλο, το ταξίδι κάπως με
ωφελούσε. Μα τώρα που έχω γεράσει αποπροσανατολίζομαι πιο εύκολα. Έτσι λοιπόν, φτάνοντας
στο χωριό μόλις που είχε πέσει το σκοτάδι απέτυχα τελείως να κατατοπιστώ. Με το
ζόρι μπορούσα να πιστέψω πως βρισκόμουν στο ίδιο χωριό, στο οποίο, όχι πολύ
καιρό πριν, είχα ζήσει και βρεθεί να ασκήσω τόση επιρροή.
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ιστορίες. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ιστορίες. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Παρασκευή 24 Νοεμβρίου 2017
Πέμπτη 28 Σεπτεμβρίου 2017
Θάλασσα
Η θάλασσα στραφτάλιζε με του κόσμου όλου τα πετράδια αφημένα στις
πτυχές της. Κάποτε ανταριασμένη, κάποτε ήρεμη, άλλαζε χρώματα αποφασιστικά,
δίχως να νοιάζεται για τις σκέψεις που παρασέρνονταν στην αγκαλιά της. Γύρω της
κόσμος καθιστός, όρθιος, ακίνητος, λικνιζόμενος ρυθμικά. Όλοι αμίλητοι, την
κοιτούσαν με λαχτάρα. Κάποιοι προσεύχονταν. Ορισμένοι ήθελαν να σμίξουν μαζί της
για πάντα, άλλοι να κλέψουν λίγη από τη φρέσκια ανάσα της κι ευθύς να επιστρέψουν
ζωντανεμένοι στη στεριανή ζωή τους. Καθένας τους κάτι της ζητούσε έντονα,
επιτακτικά, λες κι ήταν σκλάβα τους και παντοδύναμη θεότητα μαζί.
Από τότε που οι στεριανοί κλείσανε τη θάλασσα σε ένα τζάμι για
να την κρατήσουν μακριά τους, την ποθούσαν περισσότερο. Όπως κάθε φορά που οι
στεριανοί απαρνούνταν κάτι, έβρισκαν πως τώρα έλειπε από τη ζωή τους. Η αέναα
κινούμενη, ποτέ διστακτική, η απόδειξη της συνέχειας των πραγμάτων, ήταν τώρα κλεισμένη
σε ένα τζάμι. Την επισκέπτονταν κάθε μέρα από τα βάθη της κοιλάδας για να της μιλήσουν,
να της δείξουν πόσο τους έλειψε.
Μία μέρα μετά την ομόφωνη απόφαση να αποκλείσουν τη θάλασσα από
τις ζωές τους, γιατί ήταν άστατη, ανεξέλεγκτη και τους δημιουργούσε σύγχυση,
ξεκίνησαν τις πορείες και τις δημόσιες διαμαρτυρίες. Θα έλεγε κανείς πως
ένιωθαν ενοχές γι’ αυτή τους την πράξη. Κάποιος άλλος θα τολμούσε να πει, πως
έβρισκαν ανακούφιση να νανουρίζουν τη συνείδησή τους σε ένα σκοπό ανούσιο. Η
θάλασσα ποτέ δεν τους είχε ανάγκη. Εκείνοι ήταν που υποκρίνονταν τους άρχοντές της
και παρατούσαν εδώ κι εκεί τις παράξενες φιλοδοξίες τους.
Τον τελευταίο καιρό είχε εξαπλωθεί η φήμη πως επρόκειτο για μια συνωμοσία. Δεν είχε γίνει ποτέ δημοψήφισμα, κάποιος άλλος-άγνωστος-
είχε αποφασίσει την τύχη της θάλασσας. Οι στεριανοί ήταν μπερδεμένοι. Δεν
θυμούνταν να έχουν ψηφίσει, αλλά δεν θυμούνταν και το αντίθετο.
Ξαφνικά, σηκώθηκε ένα πελώριο κύμα και έσκασε με θόρυβο στο
τζάμι σκορπώντας σταγόνες σε όλη του την επιφάνεια, χωρίς να το διαπεράσει ούτε
μία. Το γεγονός αυτό προκάλεσε παραλήρημα στο συγκεντρωμένο πλήθος. Σαν ένας αισθάνθηκαν
όλοι πως η τελευταία τους ανάσα κρεμόταν από αυτό το τζάμι. Τους κατέλαβε μια
αίσθηση κλειστοφοβίας, μια ανάγκη για δροσιά και νερό. Τότε, ενώ ο πανικός διέτρεχε
το χώρο σαν αγέρας και οι φωνές είχαν αρχίσει να υψώνονται άναρθρες,
ακατανόητες από τους κατόχους τους, ένας νεαρός άρπαξε ένα σφυρί και με όλη του
τη δύναμη επιτέθηκε στο τζάμι. Το ράγισμα, αν και μικρό, ήταν αρκετό για να τραβηχτεί
ο φόβος από το στήθος και να πέσει στο νερό.
Την άλλη μέρα το τζάμι είχε διαλυθεί. Εκατοντάδες σφυριά
ξεκουράζονταν ανάμεσα σε θραύσματα από γυαλιά. Τώρα πια κανείς στην ακροθαλασσιά.
Μόνο ο νεαρός καθόταν με τα πόδια στο νερό παίρνοντας βαθιές ανάσες και
αγκαλιάζοντας την ελευθερία με το βλέμμα του.
Ήξερε πως την επόμενη φορά το τζάμι θα ήταν πιο γερό.
Τρίτη 7 Φεβρουαρίου 2017
Το σπίτι των ονείρων
Ο
Δημήτρης, στα τριανταπέντε πια, κοίταζε με περιέργεια την παλιά πολυκατοικία. Ο
χρόνος είχε υπάρξει λίγο ανελέητος μαζί της, όπως με όλους άλλωστε. Δεν
περίμενε ποτέ πως θα σταθεί ξανά σε αυτό το κατώφλι. Η παρόρμησή του να βγάλει τα
κλειδιά από την τσέπη για να ανοίξει, διακόπηκε από ένα νοσταλγικό χαμόγελο.
«Μετά από τόσα χρόνια μακριά σου, κι όμως ακόμη είσαι δικό μου.» σκέφτηκε
κοιτώντας την εξώπορτα. Πήρε μια βαθιά ανάσα και χτύπησε το κουδούνι.
Ακούστηκαν ομιλίες και το χτύπημα από παιδικά ποδαράκια που βιάζονται να
καλωσορίσουν το νεοφερμένο. Θυμήθηκε τότε, που αυτός ο ήχος ερχόταν από τον
ίδιο κάνοντας τον ενθουσιασμό του να αντηχεί σε όλο το σπίτι.
Παρασκευή 16 Δεκεμβρίου 2016
Ξένιος Δίας
Όλα
ξεκίνησαν με χαρούμενες παιδικές φωνές να ακούγονται πάνω κάτω στο διάδρομο της
πολυκατοικίας. Από τους ήχους που περνούσαν τη λεπτή σαν καρυδότσουφλο πόρτα
της, η Χαρά κατάλαβε πως κάποιος μετακόμιζε στο διπλανό διαμέρισμα. Αρχικά
ενοχλήθηκε. Τα διαμερίσματα ήταν πολύ κοντά το ένα στο άλλο. Τόσο καιρό που
δίπλα της δεν έμενε κανείς είχε την ησυχία της. Παρόλα αυτά, όταν άκουσε
εκείνες τις παιδικές φωνούλες να μιλάνε ενθουσιωδώς στα αραβικά πέταξε τη
σκούφια της. Μια οικογένεια από κάπου μακριά θα είχε τόσες πολλές ιστορίες να
της πει, σκέφτηκε. Ίσως να μπορούσε να τους γνωρίσει λίγο καλύτερα.
Παρασκευή 9 Δεκεμβρίου 2016
Αρνάκι φρικασέ και άλλα εδέσματα
![]() |
photo by Carol von Canon |
Το ζευγάρι καθόταν στο συνηθισμένο του τραπέζι δίπλα στο τζάκι. Το μόνο που ακουγόταν
ήταν το κροτάλισμα των σερβίτσιων και το χτύπημα από τις μασέλες τους καθώς
καταβρόχθιζαν ό,τι είχαν μπροστά τους. Οι δυο τους έρχονταν χρόνια εδώ,
χαρίζοντας στο μαγαζί λογαριασμούς όσο πέντε τραπέζια. Έτρωγαν και μεγάλωναν,
σε πλάτος και βάθος τουλάχιστον. Με τον καιρό είχαν μάθει να μετατρέπουν κάθε ανάγκη
σε λαιμαργία. (Δεν τους έχουμε δει ποτέ
να κοιτιούνται στα μάτια, παρά μόνο κατά λάθος. Είναι λογικό, λοιπόν, να υποθέσουμε πως
τυχόν υπαρξιακές ή άλλου πιο mainstream τύπου ανησυχίες,
κατρακυλούσαν αμέσως στο μεταξύ τους χάσμα για να χαθούν για πάντα.) Έτσι,
το φαγητό προσγειωνόταν ασταμάτητα στα υπερτροφικά τους στομάχια για να γεμίσει
ένα κενό που έμενε πάντοτε εκπληκτικά άδειο.
Σήμερα, η παραγγελία ήταν ιδιαίτερα παχυλή. Το ζευγάρι γιόρταζε την τεσσαρακοστή πέμπτη
επέτειό του με το εστιατόριο. Η βραδιά ήταν γεμάτη συγκίνηση, κάτι το έκδηλο
καθώς ανάμεσα στα μασουλήματα και τις βιαστικές γουλιές κρασιού, ο κύριος και η
κυρία εναλλάξ κοιτούσαν όλο χαμόγελα τους υπόλοιπους θαμώνες και τους
σερβιτόρους. Δεν μπορούμε, βέβαια, να είμαστε σίγουροι πως οι εκφράσεις τους
αυτές δεν αποτελούσαν απλά μια προσπάθεια να ξεκολλήσουν τα υπολείμματα χορταρικών, κρεατικών και λοιπών από τα
δόντια τους.
Ξαφνικά, ο σύζυγος άρχισε να αγκομαχά καταρρέοντας πάνω στο
ψητό γουρουνόπουλο. Η καρδιά του τον είχε προδώσει. Η σύζυγος δεν πτοήθηκε.
Συνεχίζοντας να μασουλάει (με χάρη), σήκωσε τα μάτια από το πιάτο της για να
βεβαιωθεί ότι κάποιος θα καλούσε ασθενοφόρο. Κι ενώ εκείνος παρέμενε
σωριασμένος στο τραπέζι, εκείνη αποτέλειωνε το αρνάκι φρικασέ μην παραλείποντας
να γλείψει τα δάχτυλά της.
Την επόμενη εβδομάδα
ήρθαν ξανά στην ώρα τους, όπως πάντα.
Παρασκευή 2 Δεκεμβρίου 2016
Ο ξένος
Όταν φτάσαμε στο χωριό, μας υποδέχτηκαν με καχυποψία. Τα
βλέμματά τους έπεφταν πάνω μας σαν μολύβι και βιάζονταν να σφίξουν τα παιδιά τους κοντά και να κλειδαμπαρώσουν τα
παραθύρια τους. Ανήσυχοι ψίθυροι ακολουθούσαν το κάθε μας βήμα. Οι ανάσες μας,
θαρρείς, τους έκλεβαν από το δικό τους αέρα και γι’ αυτό μας αντιπαθούσαν. Οι
λέξεις «όχι», «φύγε» και «βρωμιάρηδες»
ήταν από τις πρώτες που μάθαμε στη
γλώσσα τους. Ένα βήμα μπρος εμείς, δέκα βήματα πίσω εκείνοι, με σιχασιά.
Παρασκευή 25 Νοεμβρίου 2016
Ταξίδια φωτός
Μια ηλιαχτίδα γλίστρησε ανάμεσα από τα παραθυρόφυλλα και προσγειώθηκε με χάρη στο πρόσωπό του.
Ξύπνησε. Ο ανήσυχος ύπνος του δεν είχε διαρκέσει ούτε τρεις ώρες.
Ανοιγοκλείνοντας τα μάτια άφησε το βλέμμα του να περιπλανηθεί στο δωμάτιο. Το λιγοστό
φως του υποδείκνυε τη λιτή επίπλωση του δωματίου. «Ακόμα εδώ είμαι;» σκέφτηκε
με πικρία. Είχε δει στον ύπνο του πως όλα είχαν τελειώσει. Όμως η πραγματικότητα
είχε βαλθεί να τον ξυπνήσει.
Παρασκευή 16 Ιανουαρίου 2015
Οι άνθρωποι των μονολόγων
Το απόγευμα με βρίσκει σε ένα λεωφορείο που ξεφυσάει, να
ανταλλάσσω συνηθισμένες κουβέντες για μαθήματα και βαθμούς. Απέναντί μου ένας
μεσήλικας, αξύριστος, εμφανώς κουρασμένος. Μυρίζει έντονα τσιγάρο και κρατάει
μερικές σακούλες. Έχει χυθεί στο κάθισμά του και κοιτάζει γύρω του αφηρημένα.
«…ναι, αν δε γράψεις στην κόλλα σου ότι είσαι για πτυχίο θα σου διορθώσει το
γραπτό μετά από τρεις μήνες..» Τότε
ακούμε μια φωνή που δε συμμετείχε πριν στη συζήτηση : «Τι μου θυμίζεις τώρα,
είχα πάει στη δασκάλα μου λουλούδια για να μου δώσει το απολυτήριο και τα είχα
πάει καλά, ξέρετε. Στην αριθμητική, βέβαια, ήμουν καλός, όχι στα άλλα. Έτσι
κάνει ο καθηγητής ε; Αν είναι να πάρεις πτυχίο σε περνάει να πας στο καλό
αλλιώς σε αφήνει τρεις μήνες να περιμένεις, ε; Ήμουν 65 μέρες στην εντατική
εγώ. Για μια μαγνητική με τρέχανε πάνω κάτω, πάνω κάτω. Δεν τους εμπιστεύομαι,
είναι κακοί άνθρωποι οι περισσότεροι, έχω δει κι αν έχω δει εγώ.»
Η γνωστή παύση αμηχανίας, χαμόγελα ευγένειας μα εκείνος
φαινόταν έτοιμος να συνεχίσει πριν προλάβουμε να πούμε κάτι άλλο. «Δεν ξαναπάω,
τα φάρμακα μόνο και έξω απ’ την πόρτα. Το είχα κάνει λίμπα το γραφείο του
γιατρού μια φορά αλλά τι θα μου κάνουν; Τι έχει μείνει να μου κάνουν; Κάτι
κύστες μου είπαν ότι είχα, μου κάνανε εγχείρηση εδώ κι εδώ.» είπε δείχνοντας
την κοιλιά του. Σταμάτησε λίγο, μας κοίταξε για να βεβαιωθεί ότι τον ακούμε και
συνέχισε: «Φακελάκι θέλουν όλοι τους. Αλλά εγώ ποτέ δεν τους έδωσα λεφτά. Μόνο
για κάτι επισκέψεις για να μου κόψουνε τα ράμματα. 90 ευρώ για να κόψουν ένα
ράμμα! Με πάταγε λίγο στην κοιλιά, καλά είσαι, μου έλεγε. Τι καταλαβαίνεις,
άνθρωπέ μου με ένα πάτημα; Κόψε το ράμμα, μη μου πιάνεις την κουβέντα κι άσε με
να φύγω, μη με ταλαιπωρείς κι άλλο.
Δίκιο δεν έχω;» πρόσθεσε χαμογελώντας.
Δεν φαινόταν να χρειάζεται απάντηση στο μονόλογό του, είχε
την ανάγκη να τα πει κι ενώ πολλές φορές σε τέτοιες περιπτώσεις επικρατεί η
αμηχανία, αυτή τη φορά έπιασα τον εαυτό μου να το απολαμβάνει. Η φωνή του ήταν
σιγανή και ανακατευόταν πολλές φορές με τον ήχο της μηχανής. Ιδιαίτερα όταν
ανεβαίναμε ανηφόρα, τα λόγια του χάνονταν στα μουγκρητά του λεωφορείου. Μα φαινόταν
σαν ο ήχος αυτός να πρόσθετε στα λόγια του παρά να αφαιρεί. Έδινε την ευκαιρία
να παρατηρήσεις τις εκφράσεις του και να καταλάβεις πως δεν είχε τελικά τόση
σημασία τι έλεγε αλλά με πόση χαρά το μοιραζόταν.
Μιλούσε ευχάριστα για πράγματα δύσκολα, προσδίδοντάς τους
μια ελαφρότητα. Γκρίνιαζε, μα μόλις κάτι φαινόταν να βαραίνει το βλέμμα του, το
έδιωχνε με ένα γέλιο και συνέχιζε απτόητος. «Έχω μπει σε όλα τα δωμάτια του
νοσοκομείου εγώ, κατά λάθος σε πολλά. Είχα μπει και σε κάτι ψυγεία, εκεί που
πάνε οι πεθαμένοι. Κρύο έκανε εκεί, πολύ. Είχαν ξεχάσει την πόρτα ανοιχτή
γι’αυτό μπήκα. Και μου είχαν ετοιμάσει ένα δωμάτιο μονόκλινο, σκοτεινό, με μια
τηλεόραση, στην άλλη άκρη μακριά από όλους. Τους είπα αν με αφήσουν εκεί θα φουντάρω
από το μπαλκόνι μόλις φύγουν, τι να το κάνω εγώ μια τηλεόραση να την κοιτάζω
όλη μέρα; Τουλάχιστον στα τρίκλινα βλέπεις λίγο κόσμο. Και πείνα. Αυτό θα πει
πείνα. Ό,τι δεν έτρωγαν οι διπλανοί μου το καταβρόχθιζα. Λίγο γύρναγαν οι
νοσοκόμες την πλάτη και πάει κι ο μπακαλιάρος, πάει και το κοτόπουλο. Ε τι, να
πεινάω;» ξέσπασε γελώντας σαν παιδί που το πιάσανε να κάνει αταξία.
Έλεγε κι άλλα πολλά, ήταν σαν να του έρχονταν τυχαία στο
μυαλό και δεν προσπαθούσε να μιλήσει για ένα πράγμα με αρχή, μέση και τέλος.
Παρατήρησα, όμως, πως ό,τι κι αν έλεγε
έκανε παύσεις μονάχα σε κάτι που του φαινόταν αστείο ή μια όμορφη ανάμνηση.
Αναρωτήθηκα πώς κατάφερνε να τα συνθέτει όλα έτσι, χωρίς να μένει τίποτα πικρό
πίσω. Ήταν σίγουρα κάτι το αξιοζήλευτο. Θυμήθηκα πόσες φορές είχα εντυπωσιαστεί
από αντίστοιχους μονόλογους σε λεωφορεία γιατί οι άνθρωποι απέναντί μου με
άφηναν για λίγο να κοιτάξω από την κλειδαρότρυπα της καθημερινότητάς τους.
Διαφορετικές κοσμοθεωρίες, αλήθειες, τυχαίες γνώσεις, αναμνήσεις, αραδιάζονταν
όλες στα πόδια μου σε μικρά κομμάτια. Αποφάσισα να δίνω μεγαλύτερη προσοχή
στους ανθρώπους των μονολόγων από εδώ και πέρα.
Κάποια στιγμή έφτασε η ώρα να κατέβει. Τότε μας είπε ότι
καλύτερα να γίνουμε μικροβιολόγοι κι όχι γιατροί, οι μικροβιολόγοι είναι καλοί,
είπε. Μας ευχήθηκε καλή πρόοδο και έφυγε χαμογελαστός. Κι εκεί που η συζήτηση
άρχισε δειλά δειλά να επιστρέφει στα γνωστά της μονοπάτια, εγώ είχα ένα
χαμόγελο μέχρι τα αυτιά, από αυτά που αποκτάς όταν κάνεις μια προσωπική μικρή
ανακάλυψη που δεν είναι απαραίτητο να κατανοήσουν οι άλλοι.
(Τα λεγόμενα του
αγνώστου που δεν έμαθα το όνομά του μεταφέρθηκαν όσο γινόταν αυτούσια με κάθε
επιφύλαξη ελλιπούς μνήμης.)
Να μοιράζεσαι τη σιωπή
Καθόταν στην άκρη του δρόμου. Το τοπίο γύρω της άγνωστο, μα
αυτό ήταν συνηθισμένο πια. Το σακίδιο κρεμόταν από το δεξί της μπράτσο, σαν σε
θέση ετοιμότητας, μα της φαινόταν πολύ βαρύ ξαφνικά για να σηκωθεί και να συνεχίσει το δρόμο της.
Στο κάτω κάτω δεν είχε αποφασίσει ακόμη προς τα πού θα ήταν αυτή τη φορά ο
δρόμος της. Το καλό με τις μοναχικές περιπλανήσεις είναι πως δεν χρειάζεται να
ακολουθήσεις άλλο ρυθμό παρά τον δικό σου. Το κακό είναι πως μερικές φορές ο
ρυθμός σου μπορεί να μην είναι αρκετός για να συνεχίσεις. Έτσι ήταν από πάντα.
Ένα σακίδιο στην πλάτη και έξω από την πόρτα. Την είχαν συνηθίσει και οι γονείς
και οι φίλοι πια και δεν την έψαχναν απεγνωσμένα τόσο συχνά. Ίσως το είχαν πάρει
απόφαση πως θα κρατούσαν μαζί της επαφή όποτε και αν το ήθελε εκείνη, κάτι που
πολύ πίκραινε τους δικούς της. Ύστερα, όμως, από τόσα χρόνια στο δρόμο, τόσες
υπέροχες ανακαλύψεις, για πρώτη φορά, είχε σταματήσει και σκεφτόταν στ’
αλήθεια. Για πρώτη φορά, ύστερα από πάντα, ήθελε λίγη παρέα. Τα ταξίδια είχαν
ξεκινήσει ως φυγή. Από την πραγματικότητα, από τους ανθρώπους, από τη ρουτίνα.
Στην αρχή κάθε ταξίδι σημάδευε και κάτι άσχημο που άφηνε πίσω. Τώρα πια δεν
είχε μείνει τίποτε πίσω, ούτε άσχημο ούτε ωραίο. Για την ακρίβεια, δεν είχε
μείνει καν κάποιο «πίσω».
Δευτέρα 2 Ιουνίου 2014
Στιγμές που συνθέτουν το παράταιρο
Τον συνάντησα σε μια διασταύρωση
γεμάτη φανάρια. Τα αυτοκίνητα είχαν κοκαλώσει ενώ στον αέρα πλανιόταν αφηνιασμένη
η ιαχή κάθε κόρνας. Εκείνος ατάραχος στη μέση του δρόμου, αγνοώντας τις
απειλητικές γροθιές που υψώνονταν τριγύρω του, να κοιτά προσηλωμένος την
άσφαλτο. Στο δεξί του χέρι κρατούσε σφιχτά ένα άδειο ποτιστήρι ενώ μπροστά στα
πόδια του το έδαφος φαινόταν βρεγμένο. Με αργές κινήσεις έβγαλε από την τσέπη
του έναν σπόρο και με μεγάλη τρυφερότητα τον εναπόθεσε κάτω. Στάθηκε έτσι για
λίγη ώρα με το ανυπόμονο βλέμμα ενός παιδιού που περιμένει τα Χριστούγεννα να
μαλακώνει τις ρυτίδες γύρω από τα μάτια του. Αν και οι παρευρισκόμενοι
φαίνονταν εκτός εαυτού κανείς δεν τόλμησε να πλησιάσει. Ύστερα έριξε κάτω το
κεφάλι απογοητευμένος και προχώρησε προς το πεζοδρόμιο όπου στεκόμουν. Ο αέρας
χάιδευε τα κουρέλια του και ανακάτωνε τα λευκά μαλλιά του. Μόλις έφτασε μπροστά
μου βύθισε το βλέμμα του στο δικό μου. «Προσπάθησα.» ψιθύρισε σαν να
απολογείται και χάθηκε όπως ο ήλιος βουτά μέσα στη θάλασσα και μοιάζει σαν να
έσβησε το ηλιοβασίλεμα.
∞
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)