Η θάλασσα στραφτάλιζε με του κόσμου όλου τα πετράδια αφημένα στις
πτυχές της. Κάποτε ανταριασμένη, κάποτε ήρεμη, άλλαζε χρώματα αποφασιστικά,
δίχως να νοιάζεται για τις σκέψεις που παρασέρνονταν στην αγκαλιά της. Γύρω της
κόσμος καθιστός, όρθιος, ακίνητος, λικνιζόμενος ρυθμικά. Όλοι αμίλητοι, την
κοιτούσαν με λαχτάρα. Κάποιοι προσεύχονταν. Ορισμένοι ήθελαν να σμίξουν μαζί της
για πάντα, άλλοι να κλέψουν λίγη από τη φρέσκια ανάσα της κι ευθύς να επιστρέψουν
ζωντανεμένοι στη στεριανή ζωή τους. Καθένας τους κάτι της ζητούσε έντονα,
επιτακτικά, λες κι ήταν σκλάβα τους και παντοδύναμη θεότητα μαζί.
Από τότε που οι στεριανοί κλείσανε τη θάλασσα σε ένα τζάμι για
να την κρατήσουν μακριά τους, την ποθούσαν περισσότερο. Όπως κάθε φορά που οι
στεριανοί απαρνούνταν κάτι, έβρισκαν πως τώρα έλειπε από τη ζωή τους. Η αέναα
κινούμενη, ποτέ διστακτική, η απόδειξη της συνέχειας των πραγμάτων, ήταν τώρα κλεισμένη
σε ένα τζάμι. Την επισκέπτονταν κάθε μέρα από τα βάθη της κοιλάδας για να της μιλήσουν,
να της δείξουν πόσο τους έλειψε.
Μία μέρα μετά την ομόφωνη απόφαση να αποκλείσουν τη θάλασσα από
τις ζωές τους, γιατί ήταν άστατη, ανεξέλεγκτη και τους δημιουργούσε σύγχυση,
ξεκίνησαν τις πορείες και τις δημόσιες διαμαρτυρίες. Θα έλεγε κανείς πως
ένιωθαν ενοχές γι’ αυτή τους την πράξη. Κάποιος άλλος θα τολμούσε να πει, πως
έβρισκαν ανακούφιση να νανουρίζουν τη συνείδησή τους σε ένα σκοπό ανούσιο. Η
θάλασσα ποτέ δεν τους είχε ανάγκη. Εκείνοι ήταν που υποκρίνονταν τους άρχοντές της
και παρατούσαν εδώ κι εκεί τις παράξενες φιλοδοξίες τους.
Τον τελευταίο καιρό είχε εξαπλωθεί η φήμη πως επρόκειτο για μια συνωμοσία. Δεν είχε γίνει ποτέ δημοψήφισμα, κάποιος άλλος-άγνωστος-
είχε αποφασίσει την τύχη της θάλασσας. Οι στεριανοί ήταν μπερδεμένοι. Δεν
θυμούνταν να έχουν ψηφίσει, αλλά δεν θυμούνταν και το αντίθετο.
Ξαφνικά, σηκώθηκε ένα πελώριο κύμα και έσκασε με θόρυβο στο
τζάμι σκορπώντας σταγόνες σε όλη του την επιφάνεια, χωρίς να το διαπεράσει ούτε
μία. Το γεγονός αυτό προκάλεσε παραλήρημα στο συγκεντρωμένο πλήθος. Σαν ένας αισθάνθηκαν
όλοι πως η τελευταία τους ανάσα κρεμόταν από αυτό το τζάμι. Τους κατέλαβε μια
αίσθηση κλειστοφοβίας, μια ανάγκη για δροσιά και νερό. Τότε, ενώ ο πανικός διέτρεχε
το χώρο σαν αγέρας και οι φωνές είχαν αρχίσει να υψώνονται άναρθρες,
ακατανόητες από τους κατόχους τους, ένας νεαρός άρπαξε ένα σφυρί και με όλη του
τη δύναμη επιτέθηκε στο τζάμι. Το ράγισμα, αν και μικρό, ήταν αρκετό για να τραβηχτεί
ο φόβος από το στήθος και να πέσει στο νερό.
Την άλλη μέρα το τζάμι είχε διαλυθεί. Εκατοντάδες σφυριά
ξεκουράζονταν ανάμεσα σε θραύσματα από γυαλιά. Τώρα πια κανείς στην ακροθαλασσιά.
Μόνο ο νεαρός καθόταν με τα πόδια στο νερό παίρνοντας βαθιές ανάσες και
αγκαλιάζοντας την ελευθερία με το βλέμμα του.
Ήξερε πως την επόμενη φορά το τζάμι θα ήταν πιο γερό.