Τον συνάντησα σε μια διασταύρωση
γεμάτη φανάρια. Τα αυτοκίνητα είχαν κοκαλώσει ενώ στον αέρα πλανιόταν αφηνιασμένη
η ιαχή κάθε κόρνας. Εκείνος ατάραχος στη μέση του δρόμου, αγνοώντας τις
απειλητικές γροθιές που υψώνονταν τριγύρω του, να κοιτά προσηλωμένος την
άσφαλτο. Στο δεξί του χέρι κρατούσε σφιχτά ένα άδειο ποτιστήρι ενώ μπροστά στα
πόδια του το έδαφος φαινόταν βρεγμένο. Με αργές κινήσεις έβγαλε από την τσέπη
του έναν σπόρο και με μεγάλη τρυφερότητα τον εναπόθεσε κάτω. Στάθηκε έτσι για
λίγη ώρα με το ανυπόμονο βλέμμα ενός παιδιού που περιμένει τα Χριστούγεννα να
μαλακώνει τις ρυτίδες γύρω από τα μάτια του. Αν και οι παρευρισκόμενοι
φαίνονταν εκτός εαυτού κανείς δεν τόλμησε να πλησιάσει. Ύστερα έριξε κάτω το
κεφάλι απογοητευμένος και προχώρησε προς το πεζοδρόμιο όπου στεκόμουν. Ο αέρας
χάιδευε τα κουρέλια του και ανακάτωνε τα λευκά μαλλιά του. Μόλις έφτασε μπροστά
μου βύθισε το βλέμμα του στο δικό μου. «Προσπάθησα.» ψιθύρισε σαν να
απολογείται και χάθηκε όπως ο ήλιος βουτά μέσα στη θάλασσα και μοιάζει σαν να
έσβησε το ηλιοβασίλεμα.
∞
Προσπαθούσε επίμονα να ξεκολλήσει την
ξεραμένη βρωμιά από το κάγκελο μα αποτύγχανε με τον ίδιο τρόπο που είχε
αποτύχει να ξεσκουριάσει και τις σκέψεις της. Η Μο δεν θα ησύχαζε αν δεν κέρδιζε
έστω αυτή τη μάχη. Μο θα μπορούσε να σημαίνει μοναδική. Μο θα μπορούσε να
σημαίνει και Mosca- μύγα. Η σκέψη της πάντοτε έγερνε προς τη μύγα. Αυτή τη μάχη δεν θα
κατάφερνε ποτέ να την κερδίσει. Το πανί πια είχε τρυπήσει. Πιο πολύ έγδερνε τα
χέρια της παρά καθάριζε. Όμως το κάγκελο είχε τώρα πάρει δαιμονικές
διαστάσεις.Η φωνή του βραχνιασμένη έτριζε μέσα στο κεφάλι της περιγελώντας τη.
Όπως την περιγελούσαν τα πουλιά που έβλεπαν την πεζότητα του εδάφους τόσο
μακρινή, όπως την περιγελούσαν οι ξεθωριασμένες ανάσες εραστών και φίλων που
ποτέ δεν θα μπορούσε να αποκτήσει. Κτήμα, κατάκτηση, απόκτημα. Το θεμελιώδες
λάθος που μαραίνει κάθε στραφτάλισμα ένωσης δυο ψυχών. Εύθραυστος,
αμφιταλάντευση, προσοχή. Σχέσεις και αντικείμενα. Όπως η γλάστρα με το βασιλικό
που είχε τόσο άτσαλα στερεώσει σ’ αυτό το ξεπλυμμένο, στενό μπαλκονάκι. Τόσοι
καυγάδες με τη μάνα της γι’ αυτή τη γλάστρα. Ήταν πολύ εύκολο να πέσει ωσάν
μάνα εξ ουρανού στο κεφάλι κανενός ταλαίπωρου χριστιανού, μουσουλμάνου,
ινδουιστή και τρέχα γύρευε. Αμφιταλάντευση. Μα η Μο δεν άκουγε. Κτήμα. Ίσως από
πείσμα. Εύθραυστος. Η βρωμιά δεν αποφάσιζε να παραδώσει τα όπλα. Κατάκτηση. Με
μια απότομη κίνηση. Προσοχή! Ένας βαθύς γδούπος ξέφυγε από τα λαρύγγι του
μεσημεριάτικου πλακόστρωτου. Ένας άνθρωπος σωριασμένος κάτω. Ένας ταλαίπωρος
χριστιανός, μουσουλμανος, ινδουιστής και… Η γλάστρα χίλια κομμάτια. Κι ο
βασιλικός στη μέση σαν νυφούλα που δοκιμάζε το υποψήφιο νυφικό. Και τρέχα
γύρευε. «Συγγνώμη.» θα ψελλίσει η Μο στο δροσερό αεράκι και θα κρυφτεί πίσω από
της γρύλιες του παραθύρου της, αποποιούμενη κάθε ευθύνη. Όπως κάνει πάντα. Όπως
κάνουμε πάντα. Απόκτημα.
∞
Ο ήχος της συγγνώμης ήταν πολύ
κοινότυπος στη χώρα της αφιλότιμης απερισκεψίας. Μια λέξη δίχως νόημα είναι
εύκολο να αναμασάται από τους παλαιότερους και να υιοθετείται αδιακρίτως από
τους πάσης φύσεως νέους. Κάποτε η συγγνώμη ήταν ολάκερη επιστήμη με πρωτόκολλα
και χρόνους επώασης, τώρα μια ξεβαμμένη εξομολόγηση που περιλάμβανε μονάχα
επιφανειακά χάρτινα τσιρότα. Το πάθημα δεν συνοδευόταν πλέον από κάποιο μάθημα,
αντ’ αυτού έβρισκες τον άνθρωπο να λογαριάζει παθιασμένα πόσο αδίκησε και πόσο
αδικήθηκε, σταγόνες αμέτρητες στον ωκεανό, μια προβληματική ενασχόληση όπως
εκείνου του φουκαρά που μετρούσε τ’ αστέρια αντί να τα θαυμάζει μπροστά στο
έκπληκτο μούδιασμα του μικρού πρίγκιπα…κάπου και κάποτε. Όλα αυτά πολύ
πλουμιστές σκέψεις για ένα δεκάχρονο αγοράκι μα επόμενο ήταν με δυο γονείς
φιλόσοφους και μια σκασμένη μπάλα στο χέρι. Ξάφνου ένας δυνατός κρότος
συνοδευόμενος από παιδικά αναφιλητά το έβγαλε από τις παραπονεμένες του
σκέψεις. Ο αναμενόμενος συνδυασμός των λέξεων «Δεν το ήθελα, κυρία.»
ακρωτηριασμένος από οποιοδήποτε δυνατό συναίσθημα, του έδωσε να καταλάβει πως
αυτή η φράση δεν θα σάλπαρε ποτέ από την άκρη των αυτιών και της καρδιάς του
όσο θα μεγάλωνε.
∞
Δεν το ήθελε να βρεθεί ξανά μπροστά
σε αυτήν την πόρτα. Ήταν, όμως, σχεδόν ακατόρθωτο να δασκαλέψει τα πονεμένα της
πόδια διαφορετικά κάθε φορά που έβγαινε από το σπίτι. Σήκωσε διστακτικά το χέρι
σε ένα κουδούνι που ποτέ δεν θα χρειαζόταν να χτυπήσει ως επισκέπτης αν όλα
είχαν πάει καλύτερα. Να. Τώρα θα έβγαζε τα κλειδιά της και θα την καλωσόριζαν
όπως τότε τα γέλια και τα τρεχαλητά στα πλακάκια. Θυμήθηκε τα παιδικά χεράκια
να ζωγραφίζουν τους τοίχους με κραγιόνια κι εκείνη έξαλλη με την κουτάλα στο
χέρι. Αν ήξερε τότε, θα παρατούσε την κουτάλα και θα καθόταν να ζωγραφίσει μαζί
τους. Ήλιους, κάστρα και ψηλά δέντρα. Πεταλούδες, νεράιδες και ελάφια. Κι αν
στην πορεία καιγόταν το φαγητό, δεν θα πείραζε, μπορούσαν να παραγγείλουν απ’
έξω. Ενθουσιασμένη έψαξε την τσέπη για τα κλειδιά της. Μα τι στο καλό; Είναι δυνατόν
να τα είχε ξεχάσει; Με το αθώο χαμόγελο της αφηρημένης χαζομαμάς χτύπησε το
κουδούνι, ανυπομονώντας να αγκαλιάσει ξανά τα ζιζάνιά της. Μια ψυχρή αντρική
φωνή την προσγείωσε απότομα στη σωστή χρονική στιγμή και τα χρώματα στους
τοίχους πάγωσαν στη φαντασία της. «Κυρία Μαρία εσείς είστε πάλι;» Τα χαρούμενα
γέλια του παρελθόντος συμπυκνώθηκαν σε έναν λυγμό. «Δεν είμαι εγώ, δεν είμαι
εγώ.» φώναξε προσπαθώντας, ίσως, να πείσει τον εαυτό της. «Δεν είμαι εγώ, δεν
είμαι εγώ.» ψιθύρισε τώρα και διέταξε τα ανυπάκουα πόδια της να τη σύρουν
μακριά για άλλη μια φορά,μια σκιά που πίστευε πως δεν θα συνοδεύσει ποτέ ξανά
μια ανθρώπινη υπόσταση.
∞
Δεν ήταν εκείνη που
έδωσε ζωή στη δυνατή κραυγή που τάραξε την απλότητα και την ηλιόλουστη
ξεγνοιασιά του πάρκου, αν και τελευταία είχε φτάσει στο χείλος της κατάρρευσης
πολλές φορές. Σαστισμένη γύρισε το κεφάλι και το σώμα γύρω γύρω σαν
αποπροσανατολισμένο ζωήφιο, προσπαθώντας να δώσει μια ταυτότητα σε εκείνη το
φωνή. Ένα αυτοκίνητο βρισκόταν παρκαρισμένο στην απέναντι μεριά του δρόμου και
στο τιμόνι βρισκόταν μια γυναίκα γύρω στα σαράντα με μαύρα μακριά σγουρά μαλλιά
που απλώνονταν σε όλον το χώρο γύρω της λες και κάθε τούφα ανταγωνιζόταν με τις
άλλες για το ποια θα φτάσει πιο μακριά. Το ύφος της σοβαρό και ενοχλημένο, το βλέμμα της να πλανάται
πεισματικά έξω από το παράθυρο. Δίπλα της, ένας άντρας, όχι, καλύτερα ένα
ερείπιο, μαραζωμένος, αδυνατισμένος, αξύριστος. Η εμφάνισή του δεν θα μπορούσε
ποτέ να την προϊδεάσει για εκείνη την
κρυφή δύναμη που είχε η φωνή του καθώς υψωνόταν σε δυνατά ξεσπάσματα, λυγμούς και
φωνές. Το σώμα του ακολουθούσε κι αυτό με σπασμωδικές και έντονες κινήσεις,
απελπισμένες κινήσεις. Της θύμισε στιγμιαία εκείνον τον άντρα που είχε χαραχτεί
στο μυαλό της από την τρυφερή ηλικία που κοιτάμε ακόμα με μάτια γουρλωμένα,
πριν μας μάθουν να κρύβουμε πως είδαμε. Εκείνον που κοπανούσε τις γροθιές του
φωνάζοντας, κλαίγοντας σπαρακτικά, ενώ ο παπάς αγωνιζόταν να ολοκληρώσει το
τρισάγιο και να εξαφανιστεί κάπου πιο ήρεμα, πιο ανθρώπινα. Της είχε φανεί τόσο
ψεύτικος εκείνος ο άνθρωπος, τόσο υπερβολικά θεατρίνος. Πώς τολμούσε να
προκαλεί έτσι τον πόνο των άλλων με αυτή του την παράσταση; Είχε σκεφτεί τότε.
Τώρα, όμως, κοίταζε έναν άλλον άνθρωπο το ίδιο απελπισμένο, ίσως και
περισσότερο. Έναν άνθρωπο που είχε ξεφύγει από αυτό που εκείνη θα αποκαλούσε ανθρώπινο,
που έδινε τα πάντα και συνάμα δεν φαινόταν να του έχει μείνει τίποτε πια. Φοβήθηκε πως αν συνέχιζε θα λιποθυμούσε. Θα
φανταζόταν κανείς πως όλες αυτές οι χειρονομίες και οι εντάσεις υποδήλωναν
θυμό. Όταν, όμως προσπάθησε να συνθέσει αυτή την καταιγίδα ήχων άκουσε
σαστισμένη μονάχα μία λέξη: Συγγνώμη! Κι εδώ ο κόσμος όλος γύρισε ανάποδα.
Παρατήρησε τον ήσυχο δρόμο, την εκκλησία, τους περαστικούς, τον ουρανό. Κι ένας
άνδρας σε ένα αμάξι να σπαράζει, μια γυναίκα δίπλα του να τον αγνοεί, ένα
κορίτσι απέναντι να τους κοιτάζει. Κανείς άλλος. Η γυναίκα προσπάθησε να ανάψει
ένα τσιγάρο μα τα χέρια της έτρεμαν. Της έπεσε έξω από το παράθυρο και το
κοίταξε απηυδισμένη. Τα χοντροκομμένα βραχιόλια και τα δαχτυλίδια που κάλυπταν
ολόκληρο το αριστερό της χέρι άστραψαν στο φως του ήλιου. Το ύφος της ακόμη
παγερό, δίχως ίχνος συμπόνιας. Κι εκείνος ακόμη απελπισμένος, δίχως ίχνος
αξιοπρέπειας. Και το κορίτσι ακόμη ακίνητο, δίχως ίχνος αδιαφορίας. Της ήρθε η
ιδέα πως δεν ήταν η μόνη που περνούσε δύσκολα, μια ιδέα πολύ περίεργη. Αναρωτήθηκε τι μπορούσε να είχε γίνει, γιατί η γυναίκα δεν έδινε συγχώρεση, ή
έστω ένα μαλακωμένο βλέμμα, μια ελπίδα; Αναρρωτήθηκε γιατί η ίδια δεν έδινε
συγχώρεση, η μήπως ήταν εκείνη που έφταιγε, μήπως τελικά ταυτιζόταν περισσότερο
με εκείνον που αγωνιούσε να ζητήσει συγγνώμη; Διστακτικά έκανε μερικά βήματα
προς το μέρος τους, ένιωσε μια μέγγενη να της σφίγγει το στήθος, η υπόθεσή τους
έγινε δική της, η συγγνώμη ανέβηκε και στα δικά της χείλη μαζί με τη συγχώρεση.
Ένα ανακατωμένο γαϊτανάκι από σκέψεις, συναισθήματα κι ελπίδες. Ο άντρας τώρα
έκλαιγε, η γυναίκα έδειχνε όλο και πιο θυμωμένη, το κορίτσι πλησίαζε. Ξάφνου, η
γυναίκα γύρισε προς το μέρος του συνοδηγού και ούρλιαξε: «Σκάσε πια! Με έχεις
κάνει ρεζίλι!» κι έβαλε γρήγορα μπροστά το αμάξι και έφυγαν. Οι λυγμοί
σκεπάστηκαν από τη μηχανή που μούγκριζε. Κι έτσι τελείωσε. Και το κορίτσι
αναγκάστηκε να γυρίσει σπίτι του, χωρίς να καταφέρει ούτε να πάρει ούτε να
δώσει συγχώρεση.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου