Το απόγευμα με βρίσκει σε ένα λεωφορείο που ξεφυσάει, να
ανταλλάσσω συνηθισμένες κουβέντες για μαθήματα και βαθμούς. Απέναντί μου ένας
μεσήλικας, αξύριστος, εμφανώς κουρασμένος. Μυρίζει έντονα τσιγάρο και κρατάει
μερικές σακούλες. Έχει χυθεί στο κάθισμά του και κοιτάζει γύρω του αφηρημένα.
«…ναι, αν δε γράψεις στην κόλλα σου ότι είσαι για πτυχίο θα σου διορθώσει το
γραπτό μετά από τρεις μήνες..» Τότε
ακούμε μια φωνή που δε συμμετείχε πριν στη συζήτηση : «Τι μου θυμίζεις τώρα,
είχα πάει στη δασκάλα μου λουλούδια για να μου δώσει το απολυτήριο και τα είχα
πάει καλά, ξέρετε. Στην αριθμητική, βέβαια, ήμουν καλός, όχι στα άλλα. Έτσι
κάνει ο καθηγητής ε; Αν είναι να πάρεις πτυχίο σε περνάει να πας στο καλό
αλλιώς σε αφήνει τρεις μήνες να περιμένεις, ε; Ήμουν 65 μέρες στην εντατική
εγώ. Για μια μαγνητική με τρέχανε πάνω κάτω, πάνω κάτω. Δεν τους εμπιστεύομαι,
είναι κακοί άνθρωποι οι περισσότεροι, έχω δει κι αν έχω δει εγώ.»
Η γνωστή παύση αμηχανίας, χαμόγελα ευγένειας μα εκείνος
φαινόταν έτοιμος να συνεχίσει πριν προλάβουμε να πούμε κάτι άλλο. «Δεν ξαναπάω,
τα φάρμακα μόνο και έξω απ’ την πόρτα. Το είχα κάνει λίμπα το γραφείο του
γιατρού μια φορά αλλά τι θα μου κάνουν; Τι έχει μείνει να μου κάνουν; Κάτι
κύστες μου είπαν ότι είχα, μου κάνανε εγχείρηση εδώ κι εδώ.» είπε δείχνοντας
την κοιλιά του. Σταμάτησε λίγο, μας κοίταξε για να βεβαιωθεί ότι τον ακούμε και
συνέχισε: «Φακελάκι θέλουν όλοι τους. Αλλά εγώ ποτέ δεν τους έδωσα λεφτά. Μόνο
για κάτι επισκέψεις για να μου κόψουνε τα ράμματα. 90 ευρώ για να κόψουν ένα
ράμμα! Με πάταγε λίγο στην κοιλιά, καλά είσαι, μου έλεγε. Τι καταλαβαίνεις,
άνθρωπέ μου με ένα πάτημα; Κόψε το ράμμα, μη μου πιάνεις την κουβέντα κι άσε με
να φύγω, μη με ταλαιπωρείς κι άλλο.
Δίκιο δεν έχω;» πρόσθεσε χαμογελώντας.
Δεν φαινόταν να χρειάζεται απάντηση στο μονόλογό του, είχε
την ανάγκη να τα πει κι ενώ πολλές φορές σε τέτοιες περιπτώσεις επικρατεί η
αμηχανία, αυτή τη φορά έπιασα τον εαυτό μου να το απολαμβάνει. Η φωνή του ήταν
σιγανή και ανακατευόταν πολλές φορές με τον ήχο της μηχανής. Ιδιαίτερα όταν
ανεβαίναμε ανηφόρα, τα λόγια του χάνονταν στα μουγκρητά του λεωφορείου. Μα φαινόταν
σαν ο ήχος αυτός να πρόσθετε στα λόγια του παρά να αφαιρεί. Έδινε την ευκαιρία
να παρατηρήσεις τις εκφράσεις του και να καταλάβεις πως δεν είχε τελικά τόση
σημασία τι έλεγε αλλά με πόση χαρά το μοιραζόταν.
Μιλούσε ευχάριστα για πράγματα δύσκολα, προσδίδοντάς τους
μια ελαφρότητα. Γκρίνιαζε, μα μόλις κάτι φαινόταν να βαραίνει το βλέμμα του, το
έδιωχνε με ένα γέλιο και συνέχιζε απτόητος. «Έχω μπει σε όλα τα δωμάτια του
νοσοκομείου εγώ, κατά λάθος σε πολλά. Είχα μπει και σε κάτι ψυγεία, εκεί που
πάνε οι πεθαμένοι. Κρύο έκανε εκεί, πολύ. Είχαν ξεχάσει την πόρτα ανοιχτή
γι’αυτό μπήκα. Και μου είχαν ετοιμάσει ένα δωμάτιο μονόκλινο, σκοτεινό, με μια
τηλεόραση, στην άλλη άκρη μακριά από όλους. Τους είπα αν με αφήσουν εκεί θα φουντάρω
από το μπαλκόνι μόλις φύγουν, τι να το κάνω εγώ μια τηλεόραση να την κοιτάζω
όλη μέρα; Τουλάχιστον στα τρίκλινα βλέπεις λίγο κόσμο. Και πείνα. Αυτό θα πει
πείνα. Ό,τι δεν έτρωγαν οι διπλανοί μου το καταβρόχθιζα. Λίγο γύρναγαν οι
νοσοκόμες την πλάτη και πάει κι ο μπακαλιάρος, πάει και το κοτόπουλο. Ε τι, να
πεινάω;» ξέσπασε γελώντας σαν παιδί που το πιάσανε να κάνει αταξία.
Έλεγε κι άλλα πολλά, ήταν σαν να του έρχονταν τυχαία στο
μυαλό και δεν προσπαθούσε να μιλήσει για ένα πράγμα με αρχή, μέση και τέλος.
Παρατήρησα, όμως, πως ό,τι κι αν έλεγε
έκανε παύσεις μονάχα σε κάτι που του φαινόταν αστείο ή μια όμορφη ανάμνηση.
Αναρωτήθηκα πώς κατάφερνε να τα συνθέτει όλα έτσι, χωρίς να μένει τίποτα πικρό
πίσω. Ήταν σίγουρα κάτι το αξιοζήλευτο. Θυμήθηκα πόσες φορές είχα εντυπωσιαστεί
από αντίστοιχους μονόλογους σε λεωφορεία γιατί οι άνθρωποι απέναντί μου με
άφηναν για λίγο να κοιτάξω από την κλειδαρότρυπα της καθημερινότητάς τους.
Διαφορετικές κοσμοθεωρίες, αλήθειες, τυχαίες γνώσεις, αναμνήσεις, αραδιάζονταν
όλες στα πόδια μου σε μικρά κομμάτια. Αποφάσισα να δίνω μεγαλύτερη προσοχή
στους ανθρώπους των μονολόγων από εδώ και πέρα.
Κάποια στιγμή έφτασε η ώρα να κατέβει. Τότε μας είπε ότι
καλύτερα να γίνουμε μικροβιολόγοι κι όχι γιατροί, οι μικροβιολόγοι είναι καλοί,
είπε. Μας ευχήθηκε καλή πρόοδο και έφυγε χαμογελαστός. Κι εκεί που η συζήτηση
άρχισε δειλά δειλά να επιστρέφει στα γνωστά της μονοπάτια, εγώ είχα ένα
χαμόγελο μέχρι τα αυτιά, από αυτά που αποκτάς όταν κάνεις μια προσωπική μικρή
ανακάλυψη που δεν είναι απαραίτητο να κατανοήσουν οι άλλοι.
(Τα λεγόμενα του
αγνώστου που δεν έμαθα το όνομά του μεταφέρθηκαν όσο γινόταν αυτούσια με κάθε
επιφύλαξη ελλιπούς μνήμης.)