Έρχεται η στιγμή που πρέπει να πεις αντίο. Η στιγμή αυτή σε
βρίσκει σε ένα αεροδρόμιο, στη μέση του δρόμου, δίπλα σε μια πόρτα ή ακόμα και
μπροστά σε ένα βιαστικό σημείωμα. Ο φόβος του αποχαιρετισμού φορτίζεται και με
ένα άγχος κινηματογραφικού υπόβαθρου. Πιάνεις τον εαυτό σου να σκέφτεται πώς θα
βγάλει εκείνον το συγκινητικό λόγο που θα κλείσει με το γδούπο της πόρτας ή πώς
θα ψιθυρίσει εκείνες τις μαγικές λεξούλες που θα γίνουν ρητό και θα επαναλαμβάνονται
ξανά και ξανά με ευλάβεια. Στις ταινίες που τρέχουμε να ζητήσουμε παρηγοριά και
εντατικά μαθήματα μη-ρεαλισμού η στιγμή του αποχωρισμού έρχεται σιγά σιγά, μερικές
φορές υπερβολικά «σιγά σιγά». Κοντινά στους πρωταγωνιστές, ίσως να δούμε και
καμιά αγκαλιά, βουρκωμένα μάτια, η μουσική κλιμακώνεται –βιολιά κατά προτίμηση
ή κάποιο μελαγχολικό πιάνο – και τότε κατευθείαν από την πένα του
σεναριογράφου, στα χείλη του ηθοποιού οι πιο όμορφες, εμπνευσμένες, μοναδικές
λέξεις που θα συνθέσουν το αντίο.
Μετά από αρκετή παρατήρηση του φαινομένου θα ήθελα να αναφέρω
πως η στιγμή του αποχαιρετισμού δεν σουλατσάρει σιωπηλά στο φόντο αλλά ορμάει
άτσαλα, διαλύοντας κάθε πρόταση που μπορεί να είχες φτιάξει στο κεφάλι σου και
απαιτεί την προσοχή σου. Και τότε καταλαβαίνεις πως είναι μονάχα μια στιγμή
–όχι παρατεταμένη κινηματογραφική- που ίσα ίσα προλαβαίνεις να κοιτάξεις, να
ψελλίσεις ένα «γεια», να στείλεις ένα φιλί ή και τίποτε από όλα. Η στιγμή αυτή
προκαλεί αμηχανία, απογοήτευση και μια μικρή ανακούφιση όταν φεύγει γρήγορα και
αμετάκλητα. Δεν πρόκειται να περιμένει να ανασυνταχθείς, να τη χορτάσεις, να τη
δεχτείς…γιατί πάντα υπάρχει κάποιος που κορνάρει, κάποιος που περιμένει, κάτι
που αναχωρεί ή απλά μερικά συναισθήματα που γίνονται όλο και πιο επίμονα και
αναγκάζουν κάποιον από τους δύο να βιαστεί για να τα αντιμετωπίσει μόνος του.
Και μετά βρίσκεσαι να στέκεις μόνος ή να περπατάς βιαστικά χωρίς να κοιτάς
πίσω. Και είναι σαν κάτι να άδειασε πολύ γρήγορα, τόσο που για λίγο χάνεις την
ισορροπία σου, απορείς και καταλαβαίνεις πως όλα τελείωσαν.
Υπάρχουν και αποχαιρετισμοί που προσεγγίζουν τους
κινηματογραφικούς σε συναίσθημα και οξυδέρκεια. Είναι αυτοί που τους τραβάς από
τα μαλλιά, τους ξεκινάς πολύ πιο πριν, ίσως και ώρες, και στην πορεία
εξαντλείσαι γιατί οδηγούν σε σκηνές σαπουνόπερας. Ακόμα κι έτσι, η στιγμούλα
εκείνη θα καταφτάσει ύπουλα όταν θα έχεις
πια χαλαρώσει και θα δουλέψει όπως σε κάθε άλλη περίπτωση αφήνοντας μια
τελευταία γεύση απορίας.
Το ηθικό δίδαγμα, λοιπόν, αποτελείται από τρεις λέξεις :
Ποτέ δεν ξέρεις. Ποτέ δεν ξέρεις στ’ αλήθεια πότε είναι η τελευταία στιγμή που
βλέπεις κάποιον ακόμη κι αν έτσι νομίζεις, ποτέ δεν ξέρεις πότε είναι η
τελευταία χαρούμενη στιγμή μαζί, ποτέ δεν ξέρεις πότε είναι η τελευταία στιγμή
που θα θέλεις να θυμάσαι. Γι’ αυτό, το αντίο θα μπορούσε να είναι μια σύνθεση από
αναμνήσεις που θα περιλαμβάνει ένα νεύμα, ένα χαμόγελο, μια βόλτα, λίγη σιωπή,
τον ήχο της βροχής και ό,τι άλλο μπορεί να είχε σημασία.
Με τον καιρό μαθαίνεις πως εκείνη η στιγμή του
αποχαιρετισμού δεν είναι τίποτε το σημαντικό. Δεν μπορεί μια τόση δα στιγμούλα
να αντιπροσωπεύει μια ολόκληρη φιλία, έναν έρωτα, μια οποιουδήποτε είδους
σχέση. Μαθαίνεις ακόμα, πως κατά πάσα πιθανότητα κάθε φορά θα υπάρχει κάτι που
δεν είπες, κάτι που δεν έκανες. Κάποιο λόγο θα είχες, σίγουρα. Τα αντίο είναι
κάτι που χρειαζόμαστε, μας αρέσει να κλείνει η αυλαία πριν την επόμενη πράξη,
μόνο που δε χρειάζεται να θυμόμαστε μόνο τα τελευταία λόγια και να τα
βαραίνουμε παραπάνω από όσο πρέπει. Κάθε φορά που η φράση «αυτή είναι η
τελευταία φορά που…» εγκαθιδρύεται στη σκέψη μας, τα κάνει όλα να μοιάζουν
τόνους βαριά και ψεύτικα, πιο σημαντικά από
ότι είναι στ’ αλήθεια. Κι όμως, υπάρχουν τόσες τελευταίες φορές που
είναι τέλειες όπως ήταν, ακριβώς επειδή δεν το ξέραμε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου