Μια ηλιαχτίδα γλίστρησε ανάμεσα από τα παραθυρόφυλλα και προσγειώθηκε με χάρη στο πρόσωπό του.
Ξύπνησε. Ο ανήσυχος ύπνος του δεν είχε διαρκέσει ούτε τρεις ώρες.
Ανοιγοκλείνοντας τα μάτια άφησε το βλέμμα του να περιπλανηθεί στο δωμάτιο. Το λιγοστό
φως του υποδείκνυε τη λιτή επίπλωση του δωματίου. «Ακόμα εδώ είμαι;» σκέφτηκε
με πικρία. Είχε δει στον ύπνο του πως όλα είχαν τελειώσει. Όμως η πραγματικότητα
είχε βαλθεί να τον ξυπνήσει.
Αν και είχε ξημερώσει, το δωμάτιο ήταν σχεδόν ολοσκότεινο. Η
νοσοκόμα δεν είχε έρθει ακόμα να του τραβήξει τις κουρτίνες. «Τι νόημα έχει μια
ζωή που δεν μπορώ καν να ανοίξω τις κουρτίνες στο δωμάτιό μου;» σκέφτηκε για
πολλοστή φορά. Αν και είχαν περάσει πλέον έξι μήνες από το ατύχημα δεν είχε
καταφέρει να το πάρει απόφαση. Η σύγκρουση τον είχε αφήσει παράλυτο από το
λαιμό και κάτω. Η πιο φαντασμαγορική κίνηση που μπορούσε να κάνει ήταν να
στρέψει το κεφάλι του. Για μήνες πάθαινε κρίσεις πανικού. Ξαφνικά η σκέψη του
γέμιζε με το γεγονός της ακινησίας του, ένιωθε δεμένος, φυλακισμένος σ’ αυτό το
σώμα και δεν μπορούσε να δραπετεύσει. Μετά από λίγο καιρό αποφάσισε ότι τα
ηρεμιστικά που του δίνανε διαρκώς σε τέτοια επεισόδια και τον άφηναν συγχυσμένο
και ανίκανο να επικοινωνήσει με το περιβάλλον του, ήταν χειρότερα. Είχε χάσει
τα πάντα, δεν ήθελε να χάσει και το μυαλό του.
Οι αλλαγές που
ακολούθησαν το ατύχημα ήταν πιο επίπονες από τις σωματικές του απώλειες. Η
οικογένειά του τον έστειλε σε μία κλινική αποκλειστικής φροντίδας όπου τον
επισκέπτονταν μία φορά το μήνα. Η αρραβωνιαστικιά του είχε ευθύς αποφασίσει
πως δεν ήθελε να περάσει την υπόλοιπη ζωή της με έναν σακάτη. Όχι ότι την
αδικούσε, αλλά δεν είχε μπει καν στον κόπο να του κρύψει την αλήθεια. Ή να
μείνει μια βδομάδα παραπάνω.
Είχε, όμως, ένα φίλο. Εκεί που όλα φαίνονταν θεοσκότεινα,
εκείνος εμφανιζόταν. Τον έλεγαν Άλφρεντ και ήταν ο πιο χαρούμενος
ογδοντάχρονος που είχε γνωρίσει ποτέ. Κατέφθανε
κάθε πρωί με ένα βιβλίο και ένα μεγάλο χαμόγελο. Όντας παλιός βιβλιοθηκάριος
είχε μια υπέρτατη αγάπη για τα βιβλία και ισόβια κάρτα μέλους για την κοντινή
δανειστική βιβλιοθήκη. Η όρασή του, όμως, με τα χρόνια είχε αδυνατίσει πάρα
πολύ και του ήταν αδύνατο να διαβάσει. Έτσι, εκείνος τον βοηθούσε σε ένα από τα
ελάχιστα πράγματα που μπορούσε να κάνει.
Ο Άλφρεντ έφερνε το βιβλίο, το τοποθετούσε μπροστά του, γυρίζοντας τις σελίδες
όποτε του έκανε νόημα κι εκείνος διάβαζε δυνατά.
Βιβλίο με το βιβλίο είχαν ταξιδέψει μαζί στα πιο απόμακρα
μέρη κόσμων φανταστικών και μη, είχαν γνωρίσει ανθρώπους που τους ενέπνευσαν και είχαν γευτεί τη ζωή
όπως ποτέ άλλοτε. Τα βιβλία ήταν ένα φως και για τους δυο τους, που τους άφηνε
να δουν πέρα από τους βαρετούς τέσσερεις τοίχους που τους περιόριζαν.
Μια μέρα, ο Άλφρεντ σταμάτησε να έρχεται. Δε χρειάστηκε να
ρωτήσει τις νοσοκόμες, ήξερε τι είχε συμβεί, το περίμενε καιρό. Όμως, δεν ήταν
έτοιμος. Θρήνησε τον Άλφρεντ σιωπηλά και κατρακύλησε ξανά σε όλο και πιο
σκοτεινές σκέψεις. Δεν είχε πια κανένα νόημα η ύπαρξή του. Ένιωθε σαν
διακοσμητικό χώρου, δεν επιτελούσε κανένα σκοπό, παρά ήταν εκεί απλά για να υπάρχει.
Για βδομάδες πάλευε με σκέψεις διαφυγής
και τέλους. Είχε αρχίσει να πείθει τον εαυτό του πως δεν ήθελε να ζει άλλο, δεν
τον ενδιέφερε τίποτε πια. Όλα ήταν πόνος και κενό.
Χαμένος στις σκέψεις του δεν πρόσεξε το νέο του επισκέπτη
που στεκόταν διστακτικά στο κατώφλι του δωματίου. Όταν άκουσε μια σιγανή
φωνούλα γύρισε για να αντικρίσει ένα ξανθομάλλικο αγοράκι, γύρω στα δώδεκα. Στα
χέρια του κρατούσε ένα βιβλίο. «Συγγνώμη αν σας ενοχλώ.» είπε φοβισμένα.
Εκείνος του έκανε νεύμα να συνεχίσει. «Είμαι κι εγώ ασθενής εδώ. Χτύπησα το
κεφάλι μου και... Δεν μπορώ πια να διαβάσω.» σε αυτό το σημείο η φωνή του
έσπασε λίγο. Παρατήρησε τότε μια μισοκρυμμένη μορφή δίπλα στο αγόρι που το
ενθάρρυνε να συνεχίσει. «Μου είπαν ότι εσείς διαβάζετε βιβλία. Ίσως θα
μπορούσατε να διαβάσετε και σε μένα; Μου λείπουν πολύ.» Τα δάχτυλα του αγοριού
έσφιγγαν το βιβλίο με δύναμη, το πρόσωπό του είχε μια έκφραση αδημονίας μαζί με
φόβο.
Δεν χρειάστηκε να σκεφτεί για πολύ. « Κάνε μου τη χάρη και
άνοιξε αυτές τις βαριές κουρτίνες, παιδί μου, γιατί δε θα βλέπουμε τίποτα.» του
είπε με ένα ζεστό χαμόγελο. Κι ενώ το παιδί ορμούσε στο παράθυρο γεμάτο χαρά,
εκείνος σκεφτόταν πως κάπου από εκεί πάνω ο Άλφρεντ είχε φροντίσει να του επιστρέψει
το φως που είχαν μοιραστεί μαζί. Εκείνο
που πήγαζε από μέσα του. Το φως που μπορούσε μεμιάς να διώξει όλα τα σκοτάδια
του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου