Ένα όμορφο πρωινό του Απρίλη, σε έναν στενό παράδρομο στη μοντέρνα συνοικία του Τόκυο, προσπέρασα το 100% τέλειο κορίτσι.
Να σας πω την αλήθεια, δεν είναι και τόσο ωραία. Δεν ξεχωρίζει με κανέναν τρόπο. Τα ρούχα της δεν είναι τίποτα το ιδιαίτερο. Το πίσω μέρος των μαλλιών της είναι ακόμα πατικωμένο από τον ύπνο. Ούτε νέα είναι –πρέπει να είναι γύρω στα τριάντα, ούτε καν κοντά σε «κορίτσι», για την ακρίβεια. Μα και πάλι, το ξέρω από τα 200 μέτρα: Είναι το 100% τέλειο κορίτσι για μένα. Τη στιγμή που τη βλέπω, υπάρχει ένα βουητό στο στήθος μου και το στόμα μου είναι τόσο στεγνό όσο μια έρημος.
Ίσως έχετε το δικό σας αγαπημένο, συγκεκριμένο τύπο κοριτσιού –κάποια με λεπτούς αστραγάλους, ας πούμε, ή μεγάλα μάτια ή γεμάτα χάρη δάχτυλα, ή σας τραβάνε, χωρίς συγκεκριμένο λόγο, κορίτσια που παίρνουν το χρόνο τους σε κάθε γεύμα. Εγώ έχω τις δικές μου προτιμήσεις, φυσικά. Μερικές φορές σε κάποιο εστιατόριο πιάνω τον εαυτό μου να κοιτά το κορίτσι στο διπλανό τραπέζι, επειδή μου αρέσει το σχήμα της μύτης της.
Αλλά κανείς δεν θα μπορούσε να επιμείνει, πως το 100% τέλειο κορίτσι του ανταποκρίνεται σε κάποιον προκαθορισμένο τύπο. Όσο κι αν μου αρέσουν οι μύτες, δεν μπορώ να ανακαλέσω το σχήμα της δικής της –ακόμα και το αν είχε. Το μόνο που μπορώ να θυμηθώ στα σίγουρα είναι πως δεν είχε καμιά σπουδαία ομορφιά. Είναι περίεργο.
«Χθες στο δρόμο προσπέρασα το 100% τέλειο κορίτσι», λέω σε κάποιον.
«Ναι;» λέει. «Ωραία;»
«Όχι ιδιαίτερα.»
«Ο αγαπημένος σου τύπος, τότε;»
«Δεν ξέρω. Φαίνεται πως δεν μπορώ να θυμηθώ τίποτα για εκείνη –το σχήμα των ματιών της ή το μέγεθος του στήθους της.»
«Παράξενο.»
«Ναι. Παράξενο.»
«Άρα, τέλος πάντων,» λέει, ήδη έχοντας βαρεθεί, «τι έκανες; Της μίλησες; Την ακολούθησες;»
«Μπα. Απλά την προσπέρασα στο δρόμο.»
Περπατά από τα ανατολικά προς τα δυτικά κι εγώ από τα δυτικά προς τα ανατολικά. Είναι ένα πολύ ωραίο απριλιάτικο πρωινό.
Εύχομαι να μπορούσα να της μιλήσω. Μισή ώρα θα ήταν αρκετή: απλά να τη ρωτήσω για τον εαυτό της, να της πω για εμένα και –αυτό που στ’ αλήθεια θα ‘θελα να κάνω- να της εξηγήσω τις πολυπλοκότητες της μοίρας που οδήγησαν στο να προσπεράσουμε ο ένας τον άλλον σε έναν παράδρομο στη Harajuku ένα όμορφο απριλιάτικο πρωινό το 1981. Ήταν σίγουρο πως κάτι σαν αυτό θα ήταν ξέχειλο από ζεστά μυστικά, σαν ένα ρολόι αντίκα φτιαγμένο όταν η ειρήνη γέμιζε τον κόσμο.
Αφότου μιλούσαμε, θα τρώγαμε κάπου για μεσημέρι, ίσως να βλέπαμε καμιά ταινία του Woody Allen, θα σταματούσαμε στο μπαρ ενός ξενοδοχείου για κοκτέιλ. Με λίγη τύχη, μπορεί να καταλήγαμε στο κρεβάτι.
Το ενδεχόμενο χτυπά την πόρτα της καρδιάς μου.
Τώρα η απόσταση μεταξύ μας έχει μειωθεί στα 50 μέτρα.
Πώς μπορώ να την προσεγγίσω; Τι θα έπρεπε να πω;
«Καλημέρα, δεσποινίς. Θα μπορούσατε, νομίζετε, να διαθέσετε μισή ώρα για λίγη κουβέντα;»
Γελοίο. Θα ακουγόμουν σαν πωλητής ασφαλειών.
«Με συγχωρείτε, αλλά υπάρχει περίπτωση να γνωρίζετε, αν υπάρχει κάποιο διανυκτερεύον καθαριστήριο στη γειτονιά;»
Όχι, αυτό είναι το ίδιο γελοίο. Κατ’ αρχάς, δεν κουβαλάω καθόλου άπλυτα. Ποιος θα πειθόταν με μια ατάκα σαν κι αυτή;
Ίσως η απλή αλήθεια να αρκούσε. «Καλημέρα. Είστε το 100% τέλειο κορίτσι για μένα.»
Όχι, δεν θα το πίστευε. Ή, ακόμη και αν το έκανε, μπορεί να μην ήθελε να μου μιλήσει. Συγγνώμη, θα μπορούσε να πει, μπορεί να είμαι το 100% τέλειο κορίτσι για εσάς, αλλά εσείς δεν είστε το 100% τέλειο αγόρι για εμένα. Θα μπορούσε να συμβεί. Και αν βρισκόμουν σε αυτήν την κατάσταση, πιθανότατα θα γινόμουν κομμάτια. Δεν θα ανάρρωνα ποτέ από το σοκ. Είμαι τριάντα δύο κι αυτό θα πει το να μεγαλώνεις.
Περνάμε μπροστά από ένα ανθοπωλείο. Μία μικρή, ζεστή μάζα αέρα αγγίζει το δέρμα μου. Η άσφαλτος είναι νωπή και μου έρχεται το άρωμα τριαντάφυλλων. Δεν μπορώ να κάνω τον εαυτό μου να της μιλήσει. Φορά ένα λευκό πουλόβερ και στο δεξί της χέρι κρατά έναν ατσαλάκωτο, λευκό φάκελο που του λείπει μόνο ένα γραμματόσημο. Οπότε: Έχει γράψει σε κάποιον γράμμα, ίσως να ξόδεψε ολόκληρη τη νύχτα γράφοντας, κρίνοντας από το νυσταγμένο βλέμμα στα μάτια της. Ο φάκελος θα μπορούσε να περιέχει κάθε μυστικό που είχε ποτέ της.
Κάνω μερικά βήματα ακόμα και γυρίζω: Έχει χαθεί στο πλήθος.
Τώρα, φυσικά, ξέρω ακριβώς τι θα έπρεπε να της έχω πει. Θα ήταν μια μεγάλη ομιλία, όμως, πολύ μεγάλη για να την αποδώσω σωστά. Οι ιδέες που μου έρχονται δεν είναι ποτέ πολύ πρακτικές.
Καλά, λοιπόν. Θα είχε ξεκινήσει με το «Μια φορά κι έναν καιρό» και θα τελείωνε «Θλιβερή ιστορία, δε νομίζετε;»
Μια φορά κι έναν καιρό, ζούσαν ένα αγόρι κι ένα κορίτσι. Το αγόρι ήταν δεκαοκτώ και το κορίτσι δεκαέξι. Εκείνος δεν ήταν ασυνήθιστα όμορφος κι εκείνη δεν ήταν ιδιαίτερα ωραία. Ήταν απλά ένα συνηθισμένο μοναχικό αγόρι και ένα συνηθισμένο μοναχικό κορίτσι, όπως όλοι οι υπόλοιποι. Αλλά πίστευαν με όλη τους την καρδιά, πως κάπου στον κόσμο ζούσε το 100% τέλειο αγόρι και το 100% τέλειο κορίτσι γι’ αυτούς. Ναι, πίστευαν σε ένα θαύμα. Και αυτό το θαύμα συνέβη στ’ αλήθεια.
Μια μέρα οι δυο τους συναντήθηκαν στη γωνία ενός δρόμου.
«Αυτό είναι απίθανο», είπε εκείνος. «Έψαχνα για σένα όλη μου τη ζωή. Μπορεί να μην το πιστεύεις, αλλά είσαι το 100% τέλειο κορίτσι για μένα.»
«Κι εσύ», του είπε εκείνη, «είσαι το 100% τέλειο αγόρι για μένα, ακριβώς όπως σε φανταζόμουν με κάθε λεπτομέρεια. Είναι σαν όνειρο.»
Κάθισαν σε ένα παγκάκι στο πάρκο, κρατήθηκαν χέρι-χέρι και είπαν τις ιστορίες τους ο ένας στον άλλον με τις ώρες. Δεν ήταν μόνοι τώρα πια. Είχαν βρει και είχαν βρεθεί από τον δικό τους, 100% τέλειο άλλο. Τι υπέροχο πράγμα που είναι, να βρίσκεις και να βρίσκεσαι από τον δικό σου, 100% τέλειο άλλο. Είναι ένα θαύμα, ένα κοσμικό θαύμα.
Ωστόσο, καθώς κάθονταν και μιλούσαν, ένα μικροσκοπικό, μικροσκοπικό θραύσμα αμφιβολίας ρίζωσε στις καρδιές τους: Ήταν σίγουρα εντάξει τα όνειρα κάποιου να πραγματοποιηθούν τόσο εύκολα;
Κι έτσι, όταν ήρθε μια στιγμιαία παύση στη συζήτησή τους, το αγόρι είπε στο κορίτσι, «Ας δοκιμάσουμε τους εαυτούς μας –μόνο μια φορά. Εάν είμαστε στ’ αλήθεια οι 100% τέλειοι εραστές ο ένας του άλλου, τότε κάποτε, κάπου θα συναντηθούμε ξανά στα σίγουρα. Και όταν αυτό συμβεί και ξέρουμε ότι είμαστε 100% τέλειοι ο ένας για τον άλλον, θα παντρευτούμε επί τόπου. Τι λες;»
«Ναι», είπε εκείνη, «ακριβώς αυτό πρέπει να κάνουμε.»
Κι έτσι χωρίστηκαν, εκείνη προς τα ανατολικά κι εκείνος προς τα δυτικά.
Η δοκιμασία που είχαν συμφωνήσει, όμως, ήταν τελείως περιττή. Δεν θα έπρεπε ποτέ να είχαν δεσμευτεί σε κάτι τέτοιο, γιατί ήταν στ’ αλήθεια και πραγματικά ο καθένας τους ο 100% τέλειος εραστής του άλλου και ήταν ένα θαύμα το ότι είχαν συναντηθεί. Αλλά ήταν αδύνατον να το γνωρίζουν αυτό, νέοι ως ήταν. Τα κρύα, αδιάφορα κύματα της μοίρας ξεκίνησαν να τους ανακατώνουν ανελέητα.
Ένα χειμώνα, το αγόρι και το κορίτσι προσβλήθηκαν από την τρομερή γρίπη της εποχής και ύστερα από εβδομάδες ταλάντευσης μεταξύ ζωής και θανάτου, έχασαν όλες τους τι αναμνήσεις από τα προηγούμενα χρόνια. Όταν ξύπνησαν, τα κεφάλια τους ήταν τόσο άδεια όσο ο κουμπαράς του νεαρού Ντ. Χ . Λώρενς.
Ήταν, όμως, δύο έξυπνοι, αποφασισμένοι νέοι και, μέσω των αδιάκοπων προσπαθειών τους, μπόρεσαν ξανά να αποκτήσουν τη γνώση και την αίσθηση που τους κατέστησαν ικανούς να επιστρέψουν ως ολοκληρωμένα μέλη της κοινωνίας. Δόξα τους ουρανούς, έγιναν πραγματικά ευυπόληπτοι πολίτες που ήξεραν πώς να μεταφερθούν από τη μία γραμμή του μετρό στην άλλη, που ήταν απολύτως ικανοί να στείλουν ένα κατεπείγον γράμμα στο ταχυδρομείο. Πράγματι, έζησαν ξανά ακόμα και τον έρωτα, μερικές φορές έρωτα τόσο πολύ όσο 75% ή ακόμα και 85%.
Ο χρόνος πέρασε με τρομακτική ταχύτητα και σύντομα το αγόρι ήταν τριάντα δύο, το κορίτσι τριάντα.
Ένα όμορφο απριλιάτικο πρωινό, αναζητώντας ένα φλιτζάνι καφέ για να ξεκινήσει τη μέρα, το αγόρι περπατούσε από τα δυτικά προς τα ανατολικά, ενώ το κορίτσι, σκοπεύοντας να στείλει ένα κατεπείγον γράμμα, περπατούσε από τα ανατολικά προς τα δυτικά, αλλά κατά μήκος του ίδιου στενού δρόμου στη συνοικία Harajuku του Τόκυο. Προσπέρασαν ο ένας τον άλλον ακριβώς στο κέντρο του δρόμου. Η ασθενής λάμψη των χαμένων τους αναμνήσεων λαμπύρισε για μια απειροελάχιστη στιγμή στις καρδιές τους. Καθένας ένιωσε ένα βουητό στο στήθος του. Και ήξεραν:
Αυτή είναι το 100% τέλειο κορίτσι για μένα.
Αυτός είναι το 100% τέλειο αγόρι για μένα.
Αλλά η λάμψη των αναμνήσεών τους ήταν πολύ αδύναμη και οι σκέψεις τους δεν είχαν πια τη διαύγεια δεκατεσσάρων χρόνων πριν. Δίχως λέξη προσπέρασαν ο ένας τον άλλον και χάθηκαν στο πλήθος. Για πάντα.
Θλιβερή ιστορία, δε νομίζετε;
Ναι, αυτό είναι, αυτό θα έπρεπε να της είχα πει.
Αρχική δημοσίευση μετάφρασης: The Greek shorts
Μετάφραση: Αθηνά Κ.Π.
Να σας πω την αλήθεια, δεν είναι και τόσο ωραία. Δεν ξεχωρίζει με κανέναν τρόπο. Τα ρούχα της δεν είναι τίποτα το ιδιαίτερο. Το πίσω μέρος των μαλλιών της είναι ακόμα πατικωμένο από τον ύπνο. Ούτε νέα είναι –πρέπει να είναι γύρω στα τριάντα, ούτε καν κοντά σε «κορίτσι», για την ακρίβεια. Μα και πάλι, το ξέρω από τα 200 μέτρα: Είναι το 100% τέλειο κορίτσι για μένα. Τη στιγμή που τη βλέπω, υπάρχει ένα βουητό στο στήθος μου και το στόμα μου είναι τόσο στεγνό όσο μια έρημος.
Ίσως έχετε το δικό σας αγαπημένο, συγκεκριμένο τύπο κοριτσιού –κάποια με λεπτούς αστραγάλους, ας πούμε, ή μεγάλα μάτια ή γεμάτα χάρη δάχτυλα, ή σας τραβάνε, χωρίς συγκεκριμένο λόγο, κορίτσια που παίρνουν το χρόνο τους σε κάθε γεύμα. Εγώ έχω τις δικές μου προτιμήσεις, φυσικά. Μερικές φορές σε κάποιο εστιατόριο πιάνω τον εαυτό μου να κοιτά το κορίτσι στο διπλανό τραπέζι, επειδή μου αρέσει το σχήμα της μύτης της.
Αλλά κανείς δεν θα μπορούσε να επιμείνει, πως το 100% τέλειο κορίτσι του ανταποκρίνεται σε κάποιον προκαθορισμένο τύπο. Όσο κι αν μου αρέσουν οι μύτες, δεν μπορώ να ανακαλέσω το σχήμα της δικής της –ακόμα και το αν είχε. Το μόνο που μπορώ να θυμηθώ στα σίγουρα είναι πως δεν είχε καμιά σπουδαία ομορφιά. Είναι περίεργο.
«Χθες στο δρόμο προσπέρασα το 100% τέλειο κορίτσι», λέω σε κάποιον.
«Ναι;» λέει. «Ωραία;»
«Όχι ιδιαίτερα.»
«Ο αγαπημένος σου τύπος, τότε;»
«Δεν ξέρω. Φαίνεται πως δεν μπορώ να θυμηθώ τίποτα για εκείνη –το σχήμα των ματιών της ή το μέγεθος του στήθους της.»
«Παράξενο.»
«Ναι. Παράξενο.»
«Άρα, τέλος πάντων,» λέει, ήδη έχοντας βαρεθεί, «τι έκανες; Της μίλησες; Την ακολούθησες;»
«Μπα. Απλά την προσπέρασα στο δρόμο.»
Περπατά από τα ανατολικά προς τα δυτικά κι εγώ από τα δυτικά προς τα ανατολικά. Είναι ένα πολύ ωραίο απριλιάτικο πρωινό.
Εύχομαι να μπορούσα να της μιλήσω. Μισή ώρα θα ήταν αρκετή: απλά να τη ρωτήσω για τον εαυτό της, να της πω για εμένα και –αυτό που στ’ αλήθεια θα ‘θελα να κάνω- να της εξηγήσω τις πολυπλοκότητες της μοίρας που οδήγησαν στο να προσπεράσουμε ο ένας τον άλλον σε έναν παράδρομο στη Harajuku ένα όμορφο απριλιάτικο πρωινό το 1981. Ήταν σίγουρο πως κάτι σαν αυτό θα ήταν ξέχειλο από ζεστά μυστικά, σαν ένα ρολόι αντίκα φτιαγμένο όταν η ειρήνη γέμιζε τον κόσμο.
Αφότου μιλούσαμε, θα τρώγαμε κάπου για μεσημέρι, ίσως να βλέπαμε καμιά ταινία του Woody Allen, θα σταματούσαμε στο μπαρ ενός ξενοδοχείου για κοκτέιλ. Με λίγη τύχη, μπορεί να καταλήγαμε στο κρεβάτι.
Το ενδεχόμενο χτυπά την πόρτα της καρδιάς μου.
Τώρα η απόσταση μεταξύ μας έχει μειωθεί στα 50 μέτρα.
Πώς μπορώ να την προσεγγίσω; Τι θα έπρεπε να πω;
«Καλημέρα, δεσποινίς. Θα μπορούσατε, νομίζετε, να διαθέσετε μισή ώρα για λίγη κουβέντα;»
Γελοίο. Θα ακουγόμουν σαν πωλητής ασφαλειών.
«Με συγχωρείτε, αλλά υπάρχει περίπτωση να γνωρίζετε, αν υπάρχει κάποιο διανυκτερεύον καθαριστήριο στη γειτονιά;»
Όχι, αυτό είναι το ίδιο γελοίο. Κατ’ αρχάς, δεν κουβαλάω καθόλου άπλυτα. Ποιος θα πειθόταν με μια ατάκα σαν κι αυτή;
Ίσως η απλή αλήθεια να αρκούσε. «Καλημέρα. Είστε το 100% τέλειο κορίτσι για μένα.»
Όχι, δεν θα το πίστευε. Ή, ακόμη και αν το έκανε, μπορεί να μην ήθελε να μου μιλήσει. Συγγνώμη, θα μπορούσε να πει, μπορεί να είμαι το 100% τέλειο κορίτσι για εσάς, αλλά εσείς δεν είστε το 100% τέλειο αγόρι για εμένα. Θα μπορούσε να συμβεί. Και αν βρισκόμουν σε αυτήν την κατάσταση, πιθανότατα θα γινόμουν κομμάτια. Δεν θα ανάρρωνα ποτέ από το σοκ. Είμαι τριάντα δύο κι αυτό θα πει το να μεγαλώνεις.
Περνάμε μπροστά από ένα ανθοπωλείο. Μία μικρή, ζεστή μάζα αέρα αγγίζει το δέρμα μου. Η άσφαλτος είναι νωπή και μου έρχεται το άρωμα τριαντάφυλλων. Δεν μπορώ να κάνω τον εαυτό μου να της μιλήσει. Φορά ένα λευκό πουλόβερ και στο δεξί της χέρι κρατά έναν ατσαλάκωτο, λευκό φάκελο που του λείπει μόνο ένα γραμματόσημο. Οπότε: Έχει γράψει σε κάποιον γράμμα, ίσως να ξόδεψε ολόκληρη τη νύχτα γράφοντας, κρίνοντας από το νυσταγμένο βλέμμα στα μάτια της. Ο φάκελος θα μπορούσε να περιέχει κάθε μυστικό που είχε ποτέ της.
Κάνω μερικά βήματα ακόμα και γυρίζω: Έχει χαθεί στο πλήθος.
Τώρα, φυσικά, ξέρω ακριβώς τι θα έπρεπε να της έχω πει. Θα ήταν μια μεγάλη ομιλία, όμως, πολύ μεγάλη για να την αποδώσω σωστά. Οι ιδέες που μου έρχονται δεν είναι ποτέ πολύ πρακτικές.
Καλά, λοιπόν. Θα είχε ξεκινήσει με το «Μια φορά κι έναν καιρό» και θα τελείωνε «Θλιβερή ιστορία, δε νομίζετε;»
Μια φορά κι έναν καιρό, ζούσαν ένα αγόρι κι ένα κορίτσι. Το αγόρι ήταν δεκαοκτώ και το κορίτσι δεκαέξι. Εκείνος δεν ήταν ασυνήθιστα όμορφος κι εκείνη δεν ήταν ιδιαίτερα ωραία. Ήταν απλά ένα συνηθισμένο μοναχικό αγόρι και ένα συνηθισμένο μοναχικό κορίτσι, όπως όλοι οι υπόλοιποι. Αλλά πίστευαν με όλη τους την καρδιά, πως κάπου στον κόσμο ζούσε το 100% τέλειο αγόρι και το 100% τέλειο κορίτσι γι’ αυτούς. Ναι, πίστευαν σε ένα θαύμα. Και αυτό το θαύμα συνέβη στ’ αλήθεια.
Μια μέρα οι δυο τους συναντήθηκαν στη γωνία ενός δρόμου.
«Αυτό είναι απίθανο», είπε εκείνος. «Έψαχνα για σένα όλη μου τη ζωή. Μπορεί να μην το πιστεύεις, αλλά είσαι το 100% τέλειο κορίτσι για μένα.»
«Κι εσύ», του είπε εκείνη, «είσαι το 100% τέλειο αγόρι για μένα, ακριβώς όπως σε φανταζόμουν με κάθε λεπτομέρεια. Είναι σαν όνειρο.»
Κάθισαν σε ένα παγκάκι στο πάρκο, κρατήθηκαν χέρι-χέρι και είπαν τις ιστορίες τους ο ένας στον άλλον με τις ώρες. Δεν ήταν μόνοι τώρα πια. Είχαν βρει και είχαν βρεθεί από τον δικό τους, 100% τέλειο άλλο. Τι υπέροχο πράγμα που είναι, να βρίσκεις και να βρίσκεσαι από τον δικό σου, 100% τέλειο άλλο. Είναι ένα θαύμα, ένα κοσμικό θαύμα.
Ωστόσο, καθώς κάθονταν και μιλούσαν, ένα μικροσκοπικό, μικροσκοπικό θραύσμα αμφιβολίας ρίζωσε στις καρδιές τους: Ήταν σίγουρα εντάξει τα όνειρα κάποιου να πραγματοποιηθούν τόσο εύκολα;
Κι έτσι, όταν ήρθε μια στιγμιαία παύση στη συζήτησή τους, το αγόρι είπε στο κορίτσι, «Ας δοκιμάσουμε τους εαυτούς μας –μόνο μια φορά. Εάν είμαστε στ’ αλήθεια οι 100% τέλειοι εραστές ο ένας του άλλου, τότε κάποτε, κάπου θα συναντηθούμε ξανά στα σίγουρα. Και όταν αυτό συμβεί και ξέρουμε ότι είμαστε 100% τέλειοι ο ένας για τον άλλον, θα παντρευτούμε επί τόπου. Τι λες;»
«Ναι», είπε εκείνη, «ακριβώς αυτό πρέπει να κάνουμε.»
Κι έτσι χωρίστηκαν, εκείνη προς τα ανατολικά κι εκείνος προς τα δυτικά.
Η δοκιμασία που είχαν συμφωνήσει, όμως, ήταν τελείως περιττή. Δεν θα έπρεπε ποτέ να είχαν δεσμευτεί σε κάτι τέτοιο, γιατί ήταν στ’ αλήθεια και πραγματικά ο καθένας τους ο 100% τέλειος εραστής του άλλου και ήταν ένα θαύμα το ότι είχαν συναντηθεί. Αλλά ήταν αδύνατον να το γνωρίζουν αυτό, νέοι ως ήταν. Τα κρύα, αδιάφορα κύματα της μοίρας ξεκίνησαν να τους ανακατώνουν ανελέητα.
Ένα χειμώνα, το αγόρι και το κορίτσι προσβλήθηκαν από την τρομερή γρίπη της εποχής και ύστερα από εβδομάδες ταλάντευσης μεταξύ ζωής και θανάτου, έχασαν όλες τους τι αναμνήσεις από τα προηγούμενα χρόνια. Όταν ξύπνησαν, τα κεφάλια τους ήταν τόσο άδεια όσο ο κουμπαράς του νεαρού Ντ. Χ . Λώρενς.
Ήταν, όμως, δύο έξυπνοι, αποφασισμένοι νέοι και, μέσω των αδιάκοπων προσπαθειών τους, μπόρεσαν ξανά να αποκτήσουν τη γνώση και την αίσθηση που τους κατέστησαν ικανούς να επιστρέψουν ως ολοκληρωμένα μέλη της κοινωνίας. Δόξα τους ουρανούς, έγιναν πραγματικά ευυπόληπτοι πολίτες που ήξεραν πώς να μεταφερθούν από τη μία γραμμή του μετρό στην άλλη, που ήταν απολύτως ικανοί να στείλουν ένα κατεπείγον γράμμα στο ταχυδρομείο. Πράγματι, έζησαν ξανά ακόμα και τον έρωτα, μερικές φορές έρωτα τόσο πολύ όσο 75% ή ακόμα και 85%.
Ο χρόνος πέρασε με τρομακτική ταχύτητα και σύντομα το αγόρι ήταν τριάντα δύο, το κορίτσι τριάντα.
Ένα όμορφο απριλιάτικο πρωινό, αναζητώντας ένα φλιτζάνι καφέ για να ξεκινήσει τη μέρα, το αγόρι περπατούσε από τα δυτικά προς τα ανατολικά, ενώ το κορίτσι, σκοπεύοντας να στείλει ένα κατεπείγον γράμμα, περπατούσε από τα ανατολικά προς τα δυτικά, αλλά κατά μήκος του ίδιου στενού δρόμου στη συνοικία Harajuku του Τόκυο. Προσπέρασαν ο ένας τον άλλον ακριβώς στο κέντρο του δρόμου. Η ασθενής λάμψη των χαμένων τους αναμνήσεων λαμπύρισε για μια απειροελάχιστη στιγμή στις καρδιές τους. Καθένας ένιωσε ένα βουητό στο στήθος του. Και ήξεραν:
Αυτή είναι το 100% τέλειο κορίτσι για μένα.
Αυτός είναι το 100% τέλειο αγόρι για μένα.
Αλλά η λάμψη των αναμνήσεών τους ήταν πολύ αδύναμη και οι σκέψεις τους δεν είχαν πια τη διαύγεια δεκατεσσάρων χρόνων πριν. Δίχως λέξη προσπέρασαν ο ένας τον άλλον και χάθηκαν στο πλήθος. Για πάντα.
Θλιβερή ιστορία, δε νομίζετε;
Ναι, αυτό είναι, αυτό θα έπρεπε να της είχα πει.
Αρχική δημοσίευση μετάφρασης: The Greek shorts
Μετάφραση: Αθηνά Κ.Π.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου