Παρασκευή 24 Νοεμβρίου 2017

Ένα χωριό αφού πέσει το σκοτάδι/ Καζούο Ισιγκούρο

Υπήρχε μια εποχή που μπορούσα να ταξιδεύω την Αγγλία χωρίς σταματημό επί βδομάδες και να παραμένω σε εγρήγορση -μια εποχή που, αν μη τι άλλο, το ταξίδι κάπως με ωφελούσε. Μα τώρα που έχω γεράσει αποπροσανατολίζομαι πιο εύκολα. Έτσι λοιπόν, φτάνοντας στο χωριό μόλις που είχε πέσει το σκοτάδι απέτυχα τελείως να κατατοπιστώ. Με το ζόρι μπορούσα να πιστέψω πως βρισκόμουν στο ίδιο χωριό, στο οποίο, όχι πολύ καιρό πριν, είχα ζήσει και βρεθεί να ασκήσω τόση επιρροή.

Δεν υπήρχε τίποτε αναγνωρίσιμο και βρέθηκα να περπατώ δρόμους μονίμως στριφογυριστούς, κακώς φωτισμένους, φραγμένους και στις δύο πλευρές από μικρές πέτρινες αγροικίες, χαρακτηριστικές της περιοχής. Οι δρόμοι γίνονταν συχνά τόσο στενοί που δεν μπορούσα να προχωρήσω χωρίς η τσάντα ή ο αγκώνας μου να γδέρνουν τον έναν τραχύ τοίχο ή τον άλλον. Επέμεινα, ωστόσο, κουτουλώντας δεξιά κι αριστερά μέσα στο σκοτάδι με την ελπίδα να βρεθώ στην πλατεία του χωριού -όπου τουλάχιστον θα μπορούσα να προσανατολιστώ- ή αλλιώς να συναντήσω κάποιον από τους χωριανούς. Όταν έπειτα από λίγο δεν είχα καταφέρει τίποτε από τα δύο, μια κόπωση με κατέβαλε και αποφάσισα πως η καλύτερη οδός θα ήταν απλά να διαλέξω μια αγροικία στην τύχη, να χτυπήσω την πόρτα και να ελπίζω πως θα άνοιγε κάποιος που με θυμόταν.
Σταμάτησα σε μια πόρτα που φαινόταν ιδιαίτερα ετοιμόρροπη, της οποίας το πάνω δοκάρι ήταν τόσο χαμηλό που είδα πως θα έπρεπε να σκύψω τελείως για να περάσω. Ένα αχνό φως ξεγλιστρούσε γύρω από τις άκρες της πόρτας και μπορούσα να ακούσω φωνές και γέλια. Χτύπησα δυνατά για να εξασφαλίσω πως οι ένοικοι θα με άκουγαν πάνω από την κουβέντα τους. Μα τότε ακριβώς κάποιος από πίσω μου είπε «Γεια».
Γύρισα και βρήκα μια νέα γυναίκα γύρω στα είκοσι, ντυμένη με ένα κουρελιασμένο τζιν και ένα σκισμένο πουλόβερ, να στέκεται στο σκοτάδι λίγο πιο μακριά.
 «Περάσατε ακριβώς από δίπλα μου νωρίτερα,» είπε, «παρόλο που σας φώναξα.»
 «Όντως το έκανα; Ε, με συγχωρείς. Δεν ήθελα να φανώ αγενής.»
 «Είστε ο Φλέτσερ, σωστά;»
 «Ναι,» είπα κάπως κολακευμένος.
 «Η Γουέντι σκέφτηκε πως ήσασταν εσείς όταν περάσατε την αγροικία μας. Ενθουσιαστήκαμε όλοι μας πολύ. Ήσασταν ένας απ’ αυτούς, όχι; Με τον Ντέιβιντ Μάγκις και όλους τους άλλους.»
 «Ναι,» είπα, «αλλά ο Μάγκις δεν ήταν δα και ο πιο σημαντικός. Εκπλήσσομαι που τον ξεχωρίζετε έτσι. Υπήρχαν κι άλλες, πολύ πιο σημαντικές φιγούρες.» Απαρίθμησα μια σειρά από ονόματα και μου κινήθηκε το ενδιαφέρον βλέποντας το κορίτσι να γνέφει σε καθένα αναγωρίζοντάς τα. «Μα όλα αυτά θα πρέπει να είναι πριν από την εποχή σου» είπα. «Εκπλήσσομαι που ξέρεις για τέτοια πράγματα.»
 «Ήταν πριν από την εποχή μας, αλλά είμαστε όλοι ειδικοί στο σινάφι σας. Ξέρουμε περισσότερα για όλα αυτά από ότι οι περισσότεροι γηραιότεροι που ήταν εδώ τότε. Η Γουέντι σας αναγνώρισε αμέσως μονάχα από τις φωτογραφίες σας.»
 «Δεν είχα ιδέα ότι εσείς οι νέοι είχατε βρει σε εμάς τέτοιο ενδιαφέρον. Λυπάμαι που σε προσπέρασα πριν. Μα ξέρεις, τώρα που είμαι μεγαλύτερος, αποπροσανατολίζομαι λίγο όταν ταξιδεύω.»
Μπορούσα να ακούσω ζωηρές ομιλίες να έρχονται πίσω από την πόρτα. Την κοπάνησα ξανά, αυτή τη φορά αρκετά ανυπόμονα, αν και δεν ήμουν τόσο πρόθυμος να βάλω τέλος στη συνάντηση με το κορίτσι.
Με κοίταξε για μια στιγμή κι έπειτα είπε: «Όλοι σας από εκείνες τι μέρες έτσι είστε. Ο Ντέιβιντ Μάγκις ήρθε εδώ πριν μερικά χρόνια. Το ’93 ή ίσως ήταν το ’94. Έτσι ήταν κι εκείνος. Λίγο ασαφής. Πρέπει να σας εξαντλεί μετά από λίγο, το να ταξιδεύετε όλη την ώρα.»
 «Άρα ο Μάγκις ήταν εδώ. Ενδιαφέρον. Ξέρεις, δεν ήταν ένας από τις πραγματικά σημαντικές φιγούρες. Δεν πρέπει να παρασύρεσαι από μια τέτοια ιδέα. Παρεμπιπτόντως, θα μπορούσες, ίσως, να μου πεις ποιος μένει σε αυτή την αγροικία.» Βρόντηξα την πόρτα ξανά.
«Οι Πίτερσονς» είπε το κορίτσι. «Είναι παλιό τζάκι. Σίγουρα θα σας θυμούνται.»
 «Οι Πίτερσονς» επανέλαβα, αλλά το όνομα κάτι μου έλεγε.
 «Γιατί δεν έρχεστε στο δικό μας σπίτι; Η Γουέντι ήταν πραγματικά ενθουσιασμένη. Όπως κι εμείς οι υπόλοιποι. Είναι πράγματι μια ευκαιρία για εμάς, να μιλήσουμε στ’ αλήθεια σε κάποιον από εκείνες τις μέρες.»
 «Θα ήθελα πολύ να το κάνω αυτό. Αλλά πρώτα απ΄ όλα καλύτερα να τακτοποιηθώ. Οι Πίτερσονς, λες.»
Βρόντηξα την πόρτα ξανά, αυτή τη φορά αρκετά βίαια. Επιτέλους άνοιξε, εξαπολύοντας ζεστασιά και φως έξω στο δρόμο. Ένας ηλικιωμένος άντρας στεκόταν στο κατώφλι. Με κοίταξε προσεκτικά, έπειτα ρώτησε: «Δεν είσαι ο Φλέτσερ, έτσι;»
 «Ναι και μόλις έφτασα στο χωριό. Ταξίδευα για αρκετές ημέρες.»
Το σκέφτηκε αυτό για μια στιγμή, έπειτα είπε «Λοιπόν, καλύτερα να έρθεις μέσα.»
Βρέθηκα σε ένα ασφυκτικά γεμάτο, ακατάστατο δωμάτιο, γεμάτο ξύλα και σπασμένα έπιπλα. Ένα κούτσουρο που έκαιγε στο τζάκι αποτελούσε τη μόνη πηγή φωτός, υπό την οποία μπορούσα να ξεχωρίσω μερικές καμπουριαστές φιγούρες να κάθονται ολόγυρα στο δωμάτιο. Ο ηλικιωμένος με οδήγησε σε μια καρέκλα δίπλα στη φωτιά με μια απροθυμία που υπονοούσε πως ήταν η ίδια καρέκλα που μόλις είχε αφήσει. Μόλις κάθισα, είδα πως δεν μπορούσα να γυρίσω εύκολα το κεφάλι μου για να δω τι με περιέβαλλε ή τους άλλους στο δωμάτιο. Αλλά η ζεστασιά της φωτιάς ήταν πολύ ευπρόσδεκτη και για μια στιγμή απλά κοίταξα τις φλόγες με μία ευχάριστη αποχαύνωση να με καταβάλλει. Από πίσω μου ήρθαν φωνές που ρωτούσαν αν ήμουν καλά, αν είχα έρθει από μακριά, αν πεινούσα, και απάντησα όσο καλύτερα μπορούσα, αν και είχα επίγνωση πως οι απαντήσεις μου ήταν με το ζόρι επαρκείς. Τελικά οι ερωτήσεις έπαψαν, αλλά ήμουν τόσο ευγνώμων για τη ζεστασιά και την ευκαιρία να ξεκουραστώ που καθόλου δε με ένοιαξε.
Ωστόσο, όταν η σιωπή πίσω μου είχε συνεχιστεί ατόφια για αρκετά λεπτά, αποφάσισα να απευθυνθώ στους οικοδεσπότες μου με περισσότερη ευγένεια και γύρισα στην καρέκλα μου. Ήταν τότε που, όπως το έκανα αυτό, κατακλύστηκα ξαφνικά από μία έντονη αίσθηση αναγνώρισης. Είχα διαλέξει αυτήν την αγροικία στην τύχη, μα τώρα μπορούσα να δω πως δεν ήταν καμιά άλλη παρά η ίδια εκείνη αγροικία όπου είχα περάσει τα χρόνια μου σε αυτό το χωριό. Το βλέμμα μου κινήθηκε αμέσως στη μακρινή γωνία -εκείνη τη στιγμή καλυμμένη από σκοτάδι- στο σημείο που ήταν η γωνιά μου, όπου κάποτε ήταν το στρώμα μου και είχα ξοδέψει πολλές γαλήνιες ώρες ξεφυλλίζοντας βιβλία ή συζητώντας με οποιονδήποτε τύχαινε να γλιστρήσει μέσα. Τις καλοκαιρινές μέρες, τα παράθυρα, και συχνά η πόρτα, αφήνονταν ανοιχτά επιτρέποντας σ’ ένα αναζωογονητικό αεράκι να περνά μέσα. Εκείνες ήταν οι μέρες που το σπίτι περιβαλλόταν από ανοιχτούς αγρούς κι απ’ έξω έρχονταν οι φωνές των φίλων μου, να τεμπελιάζουν στο ψηλό χορτάρι, να λογομαχούν για ποίηση και φιλοσοφία. Αυτά τα πολύτιμα θραύσματα από το παρελθόν ήρθαν στο μυαλό μου τόσο έντονα που το μόνο που μπορούσα να κάνω ήταν απλώς το να μην ορμήσω στην παλιά μου γωνιά επί τόπου.
Κάποιος μου μιλούσε ξανά, ίσως με ρωτούσε άλλη μια ερώτηση, αλλά με το ζόρι άκουγα. Καθώς σηκωνόμουν, κοίταξα προσεκτικά μέσα από τις σκιές τη γωνία μου και κατάφερα πλέον να ξεχωρίσω ένα στενό κρεβάτι, καλυμμένο από μια παλιά κουρτίνα, να καταλαμβάνει λίγο πολύ ακριβώς τον ίδιο χώρο όπου ήταν κάποτε το στρώμα μου. Το κρεβάτι φαινόταν υπερβολικά δελεαστικό και βρέθηκα να διακόπτω κάτι που έλεγε ο ηλικιωμένος άντρας.
 «Κοιτάξτε» είπα, «ξέρω πως είναι λίγο άξεστο. Μα, βλέπετε, έχω κάνει πολύ δρόμο σήμερα. Πραγματικά έχω ανάγκη να ξαπλώσω, να κλείσω τα μάτια μου, ακόμη κι αν είναι μονάχα για λίγα λεπτά. Μετά από αυτό, θα είμαι πρόθυμος να μιλήσουμε όσο θέλετε.»
Μπορούσα να δω τις φιγούρες ανά το δωμάτιο να μετατοπίζονται νευρικά. Μετά, μια καινούργια φωνή είπε αρκετά κακόκεφα: «Άντε λοιπόν. Πάρε έναν υπνάκο. Μη σε νοιάζει για μας.»
Μα άνοιγα ήδη το δρόμο μου μέσα από το χάος προς τη γωνία μου. Το κρεβάτι ήταν νωπό και τα ελατήρια έτριξαν με το βάρος μου, αλλά μόλις που είχα κουλουριαστεί με την πλάτη μου στο δωμάτιο όταν οι πολλές ώρες ταξιδιού άρχισαν να με προφταίνουν. Καθώς αποκοιμιόμουν, άκουσα τον άντρα να λέει: «Είναι ο Φλέτσερ, σίγουρα. Θεέ μου, έχει γεράσει.»
Μία γυναικεία φωνή είπε, «Θα έπρεπε να τον αφήσουμε να κοιμηθεί έτσι απλά; Μπορεί να ξυπνήσει σε μερικές ώρες και μετά θα πρέπει να μείνουμε ξάγρυπνοι μαζί του.»
 «Αφήστε τον να κοιμηθεί καμιά ώρα» είπε κάποιος άλλος. «Εάν κοιμάται ακόμα μετά από μία ώρα, θα τον ξυπνήσουμε.»
Σε αυτό το σημείο, η απόλυτη εξάντληση με κυρίευσε.
Δεν ήταν ένας συνεχής ή άνετος ύπνος. Ταλαντευόμουν μεταξύ ύπνου και ξύπνιου, πάντοτε έχοντας επίγνωση φωνών πίσω μου στο δωμάτιο. Κάποια στιγμή, αντιλήφθηκα μία γυναίκα να λέει, «Δεν ξέρω πώς με είχε σαγηνέψει ποτέ. Μοιάζει τόσο πολύ με κουρελή τώρα.»
Στη ληθαργική μου κατάσταση συνδιαλέχτηκα με τον εαυτό μου εάν αυτές οι λέξεις αφορούσαν εμένα ή, ίσως, τον Ντέιβιντ Μάγκις, αλλά σύντομα ένας μακρύς ύπνος με κατάπιε για άλλη μια φορά.
Όταν ξύπνησα ξανά, το δωμάτιο φαινόταν να έχει γίνει σκοτεινότερο και πιο κρύο. Φωνές συνέχιζαν πίσω μου σε χαμηλωμένους τόνους, αλλά δεν μπορούσα να βγάλω νόημα από τη συζήτηση. Τώρα ένιωθα ντροπή που είχα πέσει για ύπνο με τον τρόπο που το έκανα και για λίγες ακόμα στιγμές παρέμεινα ακίνητος με το πρόσωπό μου προς τον τοίχο. Αλλά κάτι πάνω μου πρέπει να αποκάλυψε πως ήμουν ξύπνιος, γιατί μια γυναικεία φωνή, ξεφεύγοντας από τη γενική συζήτηση, είπε, «Ω δείτε, δείτε.» Μερικοί ψίθυροι ανταλλάχθηκαν κι έπειτα άκουσα τον ήχο κάποιου που ερχόταν προς τη γωνιά μου. Ένιωσα ένα χέρι να τοποθετείται απαλά στον ώμο μου και κοίταξα ψηλά για να βρω μια γυναίκα σκυμμένη από πάνω μου. Δεν γύρισα το σώμα μου επαρκώς για να δω το δωμάτιο, αλλά είχα την αίσθηση πως φωτιζόταν από τη χόβολη που αργόσβηνε και το πρόσωπο της γυναίκας ήταν ορατό μόνο στη σκιά.
 «Τώρα, Φλέτσερ,» είπε. « είναι ώρα να μιλήσουμε. Περίμενα πολύ καιρό για να γυρίσεις πίσω. Σε σκεφτόμουν συχνά.»
Κατέβαλα προσπάθεια για να τη δω πιο καθαρά. Ήταν κάπου στα σαράντα της και ακόμα και στο μισοσκόταδο παρατήρησα μια ληθαργική λύπη στα μάτια της. Αλλά το πρόσωπό της απέτυχε να ανακινήσει μέσα μου ακόμα και την πιο αμυδρή ανάμνηση.
 «Λυπάμαι,» είπα. «Δεν σε θυμάμαι καθόλου. Μα, σε παρακαλώ, συγχώρεσέ με αν έχουμε συναντηθεί καιρό πριν. Μπερδεύομαι πράγματι εύκολα αυτές τις μέρες.
 «Φλέτσερ,» είπε, «όταν γνωριζόμασταν ήμουν νέα και όμορφη. Ήσουν το είδωλό μου και όλα όσα έλεγες έμοιαζαν με μιαν απάντηση. Τώρα να ‘μαστε, πάλι εδώ. Για πολλά χρόνια ήθελα να σου πω πως κατέστρεψες τη ζωή μου.»
 «Γίνεσαι άδικη. Εντάξει, ήμουν λάθος σε πολλά πράγματα. Αλλά ποτέ δεν ισχυρίστηκα πως είχα απαντήσεις. Το μόνο που έλεγα εκείνες τις μέρες ήταν πως ήταν καθήκον μας, όλων μας, να συνεισφέρουμε στο διάλογο. Ξέραμε τόσο πιο πολλά για τα ζητήματα από ότι οι συνηθισμένοι άνθρωποι εδώ. Αν άνθρωποι σαν κι εμάς το αναβάλλαμε, λέγοντας πως ακόμα δεν ξέραμε αρκετά, τότε ποιος θα ήταν εκεί για να δράσει; Αλλά ποτέ δεν ισχυρίστηκα πως είχα τις απαντήσεις. Όχι, γίνεσαι άδικη.»
 «Φλέτσερ,» είπε και η φωνή της ήταν παράταιρα μαλακή, «συνήθιζες να μου κάνεις έρωτα, λίγο πολύ κάθε φορά που γλιστρούσα εδώ μέσα, στο δωμάτιό σου. Σε αυτήν εδώ τη γωνιά κάναμε όλων των ειδών τα όμορφα, πρόστυχα πράγματα. Είναι περίεργο να σκεφτείς πώς κάποτε μπορούσα να ερεθίζομαι τόσο από σένα. Και να ‘σαι τώρα, μονάχα ένα βρωμερό μάτσο κουρέλια. Μα κοίτα εμένα –είμαι ακόμα ελκυστική. Το πρόσωπό μου έχει πια μερικές ρυτίδες, αλλά όταν περπατώ στους δρόμους του χωριού φοράω φορέματα που έφτιαξα ειδικά για να αναδεικνύουν τη σιλουέτα μου. Πολλοί άντρες με θέλουν ακόμα. Αλλά εσύ, καμιά γυναίκα δεν θα σε κοίταζε τώρα. Ένας σωρός από βρωμερά κουρέλια και σάρκα.»
 «Δε σε θυμάμαι» είπα, «και δεν έχω χρόνο για σεξ αυτόν τον καιρό. Έχω άλλα πράγματα να με ανησυχούν. Πιο σοβαρά πράγματα. Πολύ καλά, ήμουν λάθος σε πολλά εκείνο τον καιρό. Αλλά έχω κάνει πιο πολλά από τους περισσότερους για να προσπαθήσω να επανορθώσω. Βλέπεις, ακόμη και τώρα ταξιδεύω. Δεν σταμάτησα ποτέ. Ταξίδεψα και ταξίδεψα προσπαθώντας να διορθώσω ό,τι ζημιά μπορεί να είχα προκαλέσει. Αυτό είναι πιο πολύ από ότι θα μπορούσε κανείς να πει για κάποιους άλλους από εκείνες τι μέρες. Στοιχηματίζω πως ο Μάγκις, για παράδειγμα, δεν έχει δουλέψει ούτε στο ελάχιστο τόσο σκληρά για να προσπαθήσει να βάλει τα πράγματα στη θέση τους.»
Η γυναίκα χάιδευε τα μαλλιά μου.
 «Κοίτα δω. Συνήθιζα να το κάνω αυτό, να περνάω τα δάχτυλά μου μέσα από τα μαλλιά σου. Κοίτα αυτό το σιχαμερό χάλι. Είμαι σίγουρη πως κουβαλάς ένα σωρό παράσιτα.» Αλλά συνέχισε να περνάει τα δάχτυλα της αργά μέσα από τους βρώμικους κόμπους. Δεν κατάφερα να νιώσω οτιδήποτε ερωτικό από αυτό, όπως ίσως εκείνη ήθελε. Αντ’ αυτού, τα χάδια της τα ένιωθα μητρικά. Πράγματι, για μια στιγμή ήταν σαν να είχα φτάσει επιτέλους σε ένα κουκούλι προστασίας και άρχισα ξανά να νιώθω νυσταγμένος. Μα ξαφνικά σταμάτησε και με σφαλιάρισε δυνατά στο μέτωπο.
 «Γιατί δεν κάθεσαι μαζί μας τώρα; Τον πήρες τον ύπνο σου. Τώρα έχεις πολλές εξηγήσεις να δώσεις.» Με αυτό σηκώθηκε και έφυγε.
Για πρώτη φορά γύρισα το σώμα μου επαρκώς για να εξετάσω το δωμάτιο. Είδα τη γυναίκα να προσπερνάει το χάλι στο πάτωμα και μετά να κάθεται στην κουνιστή καρέκλα δίπλα στο τζάκι. Μπορούσα να δω τρεις ακόμα φιγούρες σκυμμένες γύρω από τα αποκαΐδια της φωτιάς. Δύο άλλοι -καθισμένοι μαζί σε κάτι που έμοιαζε με ξύλινο μπαούλο- φαίνονταν να είναι γυναίκες γύρω στην ίδια ηλικία με αυτή που μου είχε μιλήσει.
Ο γέρος παρατήρησε πως είχα γυρίσει και υπέδειξε στους άλλους πως παρακολουθούσα. Οι τέσσερεις από αυτούς ανακάθισαν σφιγμένοι, χωρίς να μιλάνε. Από τον τρόπο που το έκαναν αυτό, ήταν ξεκάθαρο πως με συζητούσαν διεξοδικά ενώ κοιμόμουν. Βασικά, ενώ τους παρατηρούσα, μπόρεσα λίγο πολύ να μαντέψω την όλη μορφή που είχε πάρει η συζήτησή τους. Μπορούσα να δω, για παράδειγμα, ότι είχαν σπαταλήσει κάποια ώρα εκφράζοντας την ανησυχία τους για το νεαρό κορίτσι που είχα συναντήσει απ’ έξω και για την επιρροή που μπορεί να είχα στους ομοίους της.
 «Είναι όλοι τους τόσο εύπιστοι.» θα είχε πει ο γέρος. «Και την άκουσα να τον προσκαλεί να τους επισκεφτεί.»
Στο οποίο, χωρίς αμφιβολία, μία από τις γυναίκες στο μπαούλο θα είχε απαντήσει, «Μα δεν μπορεί να κάνει πολύ κακό τώρα. Στον καιρό μας είχαμε όλοι εξαπατηθεί γιατί όλοι του σιναφιού του ήταν νέοι και εντυπωσιακοί. Αλλά τώρα κάποιος περίεργος που περνάει από καιρό σε καιρό –αν μη τι άλλο, απομυθοποιεί όλα αυτά που λέγονται για εκείνες τις μέρες. Έτσι κι αλλιώς, άνθρωποι σαν κι αυτόν έχουν αλλάξει τις θέσεις τους τόσο πολύ πλέον. Ούτε οι ίδιοι δεν ξέρουν τι πιστεύουν.»
Ο γέρος θα είχε κουνήσει το κεφάλι του. «Είδα τον τρόπο που εκείνο το νεαρό κορίτσι τον κοιτούσε. Εντάξει, αυτή τη στιγμή όπως είναι εκεί πέρα, πραγματικά, φαίνεται ένα αξιοθρήνητο χάλι. Μα μόλις η αυτοπεποίθησή του τραφεί λιγάκι, από τη στιγμή που θα έχει την κολακεία των νέων και δει πόσο θέλουν να ακούσουν τις ιδέες του, τότε δεν θα τον σταματά τίποτα. Θα είναι όπως και πριν. Θα τους βάλει όλους να δουλεύουν για τους σκοπούς του. Νέα κορίτσια σαν κι αυτά, υπάρχουν πια τόσο λίγα πράγματα για να πιστέψουν. Ακόμα και ένας βρωμερός αλήτης σαν αυτόν θα μπορούσε να τους δώσει ένα σκοπό.»
Η συζήτησή τους, καθ’ όλη την ώρα που κοιμόμουν, θα είχε πάει κάπως έτσι. Αλλά τώρα, όπως τους παρατηρούσα από τη γωνία μου, συνέχιζαν να κάθονται μέσα σε ένοχη σιωπή, κοιτώντας τα αποκαΐδια της φωτιάς τους. Μετά από λίγο, σηκώθηκα όρθιος. Γελοιωδώς, συνέχισαν να κρατούν τα βλέμματά τους αποστραμμένα. Περίμενα μερικές στιγμές για να δω αν κανείς από αυτούς θα έλεγε κάτι. Τελικά, είπα «Ωραία, πριν κοιμόμουν, αλλά έχω μαντέψει τι λέγατε. Λοιπόν, αν θέλετε να ξέρετε, θα κάνω ακριβώς αυτό που φοβόσασταν. Πηγαίνω αυτή τη στιγμή στην αγροικία των νεαρών. Σκοπεύω να τους πω τι να κάνουν με όλη τους την ενέργεια, όλα τους τα όνειρα, την παρόρμησή τους να πετύχουν κάτι που θα έχει μια μόνιμη θετική επιρροή στον κόσμο. Δείτε τους εαυτούς σας, τι αξιοθρήνητο τσούρμο. Κουλουριασμένοι στο σπίτι σας, φοβούμενοι να κάνετε οτιδήποτε, φοβάστε εμένα, τον Μάγκις, οποιονδήποτε από εκείνον τον καιρό. Φοβάστε να κάνετε οτιδήποτε στον κόσμο εκεί έξω, μόνο και μόνο επειδή κάποτε κάναμε μερικά λάθη. Ε λοιπόν, αυτοί οι νέοι άνθρωποι δεν έχουν βυθιστεί ακόμη τόσο χαμηλά, παρ΄ όλον αυτόν τον λήθαργο που τους κηρύττατε τόσα χρόνια. Θα τους μιλήσω. Θα αναιρέσω σε μισή ώρα όλες τις οικτρές σας προσπάθειες.»
 «Βλέπετε,» είπε ο γέρος στους άλλους, «το ήξερα πως θα ήταν έτσι. Οφείλουμε να τον σταματήσουμε, αλλά τι μπορούμε να κάνουμε;»
Πέρασα με πάταγο μέσα από το δωμάτιο, σήκωσα την τσάντα μου και βγήκα έξω στη νύχτα.
Το κορίτσι στεκόταν ακόμη έξω όταν ξεπρόβαλα. Φαινόταν να με περιμένει και με ένα νεύμα ξεκίνησε να με καθοδηγεί.
Η νύχτα ήταν σκοτεινή και ψιχάλιζε. Στριφογυρίσαμε και στρίψαμε κατά μήκος στενών μονοπατιών που περνούσαν ανάμεσα από τις αγροικίες. Μερικές από τις αγροικίες που περάσαμε έμοιαζαν να βρίσκονται σε τέτοια κατάσταση αποσύνθεσης και κατάρρευσης που ένιωσα ότι μπορούσα να καταστρέψω μια απ΄ αυτές μόνο και μόνο τρέχοντας πάνω της με όλο μου το βάρος.
Το κορίτσι βρισκόταν μερικά βήματα μπροστά μου, πού και πού μου έριχνε καμιά ματιά πάνω από τον ώμο της. Κάποια στιγμή είπε «Η Γουέντι θα είναι τόσο ευχαριστημένη. Ήταν σίγουρη πως ήσασταν εσείς όταν περάσατε νωρίτερα. Μέχρι τώρα, θα έχει μαντέψει πως είχε δίκιο, γιατί λείπω τόση ώρα, και θα έχει μαζέψει όλη την παρέα. Όλοι θα περιμένουν.»
 «Κάνατε και στον Ντέιβιντ Μάγκις τέτοια υποδοχή;»
 «Ω, ναι. Είχαμε ενθουσιαστεί πολύ όταν ήρθε.»
 «Είμαι σίγουρος πως αυτό θα το βρήκε πολύ ικανοποιητικό. Πάντα του είχε μία παραφουσκωμένη αίσθηση της σημασίας του.»
 «Η Γουέντι λέει πως ο Μάγκις ήταν ένας από τους πιο ενδιαφέροντες, μα πως εσείς, ε, ήσασταν σημαντικός. Πιστεύει πως ήσασταν πραγματικά σημαντικός.»
Το σκέφτηκα αυτό για μια στιγμή.
 «Ξέρεις,» είπα, «έχω αλλάξει γνώμη για πολλά πράγματα. Εάν η Γουέντι περιμένει να πω όλα αυτά που έλεγα τόσα χρόνια πριν, ε λοιπόν, πρόκειται να απογοητευτεί.»
Το κορίτσι δε φάνηκε να το άκουσε αυτό, αλλά συνέχισε να με καθοδηγεί αποφασιστικά μέσα από τα συμπλέγματα των αγροικιών.
Ύστερα από λίγο, αντιλήφθηκα βήματα να μας ακολουθούν περίπου δώδεκα δρασκελιές πιο πίσω. Αρχικά, υπέθεσα πως ήταν απλώς έξω κάποιος χωρικός που περπατούσε και απέφυγα να γυρίσω. Μα μετά το κορίτσι σταμάτησε κάτω από έναν φανοστάτη και κοίταξε πίσω μας. Υποχρεώθηκα έτσι να σταματήσω κι εγώ και να γυρίσω. Ένας μεσήλικας άντρας σε ένα σκούρο πανωφόρι ερχόταν προς το μέρος μας. Όπως πλησίαζε, έτεινε το χέρι του και έσφιξε το δικό μου, αν και χωρίς να χαμογελά.
 «Λοιπόν,» είπε, «είσαι εδώ.»
Τότε συνειδητοποίησα πως τον ήξερα αυτόν τον άντρα. Δεν είχαμε ειδωθεί από τότε που ήμασταν δέκα ετών. Το όνομά του ήταν Ρότζερ Μπάτον και ήμασταν στην  ίδια τάξη στο σχολείο που πήγαινα για δύο χρόνια στον Καναδά προτού η οικογένειά μου γυρίσει στην Αγγλία. Ο Ρότζερ Μπάτον κι εγώ δεν ήμασταν ιδιαίτερα κοντά, αλλά, επειδή ήταν ένα συνεσταλμένο αγόρι και επειδή κι εκείνος ήταν από την Αγγλία, για λίγο καιρό με ακολουθούσε παντού. Από τότε δεν τον είχα δει ποτέ ούτε είχα μάθει νέα του. Τώρα, καθώς μελετούσα την εμφάνισή του κάτω από τον φανοστάτη, είδα πως τα χρόνια δεν είχαν υπάρξει επιεική μαζί του. Ήταν φαλακρός, το πρόσωπό του σημαδεμένο και ρυτιδιασμένο και υπήρχε ένα εξαντλημένο βούλιαγμα στην όλη στάση του. Παρόλα αυτά, ήταν, χωρίς αμφιβολία, ο παλιός μου συμμαθητής.
 «Ρόντζερ,» είπα, «πηγαίνω να συναντήσω τους φίλους αυτής της νεαρής κυρίας. Έχουν μαζευτεί όλοι μαζί για να με υποδεχτούν. Διαφορετικά θα είχα έρθει να σε βρω αμέσως. Εδώ που τα λέμε, το είχα στο μυαλό μου ως το επόμενο πράγμα που θα έκανα, ακόμη και πριν κοιμηθώ απόψε. Μόλις σκεφτόμουν, όσο αργά και να τελειώσω από το σπίτι των νεαρών, θα πάω μετά να χτυπήσω την πόρτα του Ρόντζερ.»
«Μην ανησυχείς,» είπε ο Ρόντζερ Μπάτον καθώς αρχίσαμε ξανά να περπατάμε. «Ξέρω πόσο απασχολημένος είσαι. Αλλά πρέπει να μιλήσουμε. Να αναλογιστούμε τον παλιό καιρό. Την τελευταία φορά που με είδες -στο σχολείο εννοώ- υποθέτω ήμουν ένα αρκετά ασθενικό δείγμα. Μα, ξέρεις, όλα αυτά άλλαξαν όταν έφτασα στα δεκατέσσερα, δεκαπέντε. Σκλήρυνα πραγματικά. Έγινα αρκετά ηγετικός τύπος. Μα είχες ήδη φύγει καιρό από τον Καναδά. Πάντοτε αναρωτιόμουν τι θα είχε συμβεί αν πέφταμε ο ένας πάνω στον άλλον στα δεκαπέντε. Τα πράγματα θα ήταν πολύ διαφορετικά μεταξύ μας, σε διαβεβαιώ.
Ενώ το έλεγε αυτό, αναμνήσεις με πλημμύρισαν. Εκείνον τον καιρό ο Ρότζερ Μπάτον με είχε θεοποιήσει και ως αντάλλαγμα εγώ τον τραμπούκιζα αδιάκοπα. Ωστόσο, υπήρχε μεταξύ μας μία περίεργη κατανόηση πως το νταηλίκι μου ήταν για το δικό του καλό, πως όταν, χωρίς προειδοποίηση, τον γρονθοκοπούσα ξαφνικά στο στομάχι στην παιδική χαρά ή όταν, προσπερνώντας τον στο διάδρομο, αυθόρμητα του γύριζα το χέρι  πίσω από την πλάτη μέχρι που άρχιζε να κλαίει, το έκανα ώστε να τον βοηθήσω να σκληρύνει. Συνεπώς, η κύρια συνέπεια τέτοιων επιθέσεων στη σχέση μας ήταν να συντηρούν το δέος του προς το πρόσωπό μου. Όλα αυτά τα θυμήθηκα καθώς άκουγα τον ταλαιπωρημένο άντρα που περπατούσε δίπλα μου.
 «Φυσικά,» συνέχισε ο Ρότζερ Μπάτον, πιθανά μαντεύοντας την πορεία της σκέψης μου, «είναι αρκετά πιθανό πως αν δεν μου είχες συμπεριφερθεί έτσι δεν θα είχα γίνει ποτέ αυτό που ήμουν στα δεκαπέντε. Όπως και να ‘χει, συχνά αναρωτιόμουν πώς θα ήταν αν συναντιόμασταν μερικά χρόνια αργότερα. Μέχρι τότε, ήμουν πράγματι κάποιος να με υπολογίζει κανείς.»
Περπατούσαμε ξανά κατά μήκος των στενών στριφογυριστών περασμάτων ανάμεσα από τις αγροικίες. Το κορίτσι μας έδειχνε ακόμα το δρόμο, αλλά τώρα περπατούσε πολύ πιο γρήγορα. Συχνά καταφέρναμε να τη δούμε μόνο φευγαλέα, καθώς έστριβε σε κάποια γωνία μπροστά μας και κατάλαβα ότι θα έπρεπε να είμαστε σε εγρήγορση για να μην τη χάσουμε.
«Σήμερα, φυσικά,» έλεγε ο Ρότζερ Μπάτον, «αφέθηκα λίγο. Αλλά πρέπει να πω, παλιόφιλε, εσύ φαίνεσαι σε πολύ χειρότερη κατάσταση. Σε σχέση με σένα είμαι αθλητής. Για να είμαι ειλικρινής, είσαι απλώς ένας βρώμικος γέρο-αλήτης πια, έτσι δεν είναι; Αλλά ξέρεις, για πολύ καιρό αφότου έφυγες συνέχιζες να είσαι το είδωλό μου. Θα το έκανε ο Φλέτσερ αυτό; Τι θα σκεφτόταν ο Φλέτσερ αν με έβλεπε να κάνω εκείνο; Ω, ναι. Μονάχα όταν έφτασα στα δεκαπέντε ή κάπου εκεί, κοίταξα πίσω σε όλα αυτά και είδα την αλήθεια για σένα. Τότε ήμουν πολύ θυμωμένος, βέβαια. Ακόμη και τώρα το σκέφτομαι μερικές φορές. Κοιτάζω πίσω και σκέφτομαι ¨Ε λοιπόν ήταν απλά ένας άθλιος τάδε και τάδε. Είχε λίγο περισσότερο βάρος και μύες σε εκείνη την ηλικία από ότι εγώ, λίγη περισσότερη αυτοπεποίθηση και το εκμεταλλεύτηκε εξ ολοκλήρου.¨ Ναι, είναι πολύ ξεκάθαρο, κοιτάζοντας πίσω, τι άθλιος ανθρωπάκος που ήσουν. Φυσικά, δεν υπονοώ πως είσαι ακόμα έτσι τώρα. Όλοι αλλάζουμε. Μέχρι εκεί μπορώ να το δεχτώ.»
 «Ζεις καιρό εδώ;» ρώτησα θέλοντας να αλλάξω θέμα.
 «Ω, εφτά χρόνια ή κάτι τέτοιο. Φυσικά, μιλούν πολύ για σένα εδώ γύρω. Μερικές φορές τους λέω για τη σχέση που είχαμε παλιά. ¨Αλλά δε θα με θυμάται ¨, τους λέω πάντα. ¨Γιατί να θυμάται ένα κοκαλιάρικο μικρό αγόρι που συνήθιζε να τραμπουκίζει και να έχει υπό τις διαταγές του;¨ Τέλος πάντων, οι νέοι άνθρωποι εδώ μιλάνε όλο και πιο πολύ για σένα αυτόν τον καιρό. Σίγουρα αυτοί που δεν σε έχουν δει τείνουν να σε θεοποιούν περισσότερο. Υποθέτω πως γύρισες πίσω για να το εκμεταλλευτείς όλο αυτό. Βέβαια, δεν θα ΄πρεπε να σε κατηγορώ. Έχεις το δικαίωμα να προσπαθήσεις να περισώσεις λίγο αυτοσεβασμό.»
Ξαφνικά βρεθήκαμε μπροστά σε έναν ανοιχτό χωράφι και σταματήσαμε κι οι δύο. Ρίχνοντας μια ματιά πίσω, είδα πως είχαμε προχωρήσει έξω από το χωριό, οι τελευταίες αγροικίες βρίσκονταν σε κάποια απόσταση πίσω μας. Όπως το είχα φοβηθεί, είχαμε χάσει τη νεαρή γυναίκα -βασικά συνειδητοποίησα πως δεν την ακολουθούσαμε εδώ και κάποια ώρα.
Εκείνη τη στιγμή, αναδύθηκε το φεγγάρι και είδα πως στεκόμασταν στην άκρη ενός απέραντου αγρού –που εξαπλωνόταν, υπέθεσα, πολύ πιο πέρα από όσο μπορούσα να δω υπό το φως του φεγγαριού.
Ο Ρότζερ Μπάτον γύρισε σε μένα. Το πρόσωπό του στο φεγγαρόφωτο έμοιαζε ευγενικό, σχεδόν στοργικό.
 «Κι όμως,» είπε «είναι ώρα για συγχώρεση. Δεν θα έπρεπε να ανησυχείς τόσο πολύ. Όπως βλέπεις, στο τέλος κάποια πράγματα από το παρελθόν ξανάρχονται. Αλλά δεν μπορούμε θεωρούμαστε υπεύθυνοι για ό,τι κάναμε όταν ήμασταν πολύ νέοι.»
 «Χωρίς αμφιβολία έχεις δίκιο» είπα. Έπειτα γύρισα και κοίταξα γύρω μου στο σκοτάδι. «Αλλά τώρα δεν είμαι σίγουρος πού να πάω. Βλέπεις, υπήρχαν κάποιοι νέοι που με περίμεναν στην αγροικία τους. Μέχρι τώρα θα μου έχουν ετοιμάσει μια καλή φωτιά και λίγο ζεστό τσάι. Και μερικά σπιτικά κέικ, ίσως ακόμα και κανένα καλό βραστό. Και τη στιγμή που θα έμπαινα, συνοδευόμενος από τη νεαρή κυρία που ακολουθούσαμε μόλις τώρα, θα ξεσπούσαν όλοι σε χειροκροτήματα. Θα υπήρχαν πρόσωπα χαμογελαστά, γεμάτα λατρεία παντού γύρω μου. Αυτό θα πει να με  περιμένουν κάπου. Μόνο που δεν είμαι σίγουρος προς τα πού πρέπει να πάω.»
Ο Ρότζερ Μπάτον σήκωσε τους ώμους. «Μην ανησυχείς, θα φτάσεις εκεί αρκετά εύκολα. Μόνο που, ξέρεις, το κορίτσι ήταν λίγο παραπλανητικό αν υπονόησε πως μπορούσατε να περπατήσετε μέχρι την αγροικία της Γουέντι. Είναι πολύ μακριά. Θα χρειαζόταν να πάρεις λεωφορείο. Ακόμη και έτσι, είναι αρκετά μακρύ ταξίδι. Περίπου δυο ώρες, θα έλεγα. Αλλά μην ανησυχείς, θα σου δείξω πού μπορείς να βρεις το λεωφορείο σου.
Με αυτό, ξεκίνησε να περπατά πίσω προς τις αγροικίες. Καθώς ακολουθούσα, μπορούσα να αισθανθώ πως ήταν πια πολύ αργά και ο σύντροφός μου ανυπομονούσε να κοιμηθεί. Μας πήρε αρκετά λεπτά να περπατήσουμε μέχρι τις αγροικίες ξανά και μετά μας έβγαλε στην πλατεία του χωριού. Βασικά, ήταν τόσο μικρή και χάλια που με το ζόρι άξιζε να λέγεται πλατεία. Ήταν λιγάκι περισσότερο από ένα μπάλωμα πράσινου δίπλα από έναν μοναχικό φανοστάτη. Μόλις ορατά πέρα από τον κύκλο του φωτός που διαχεόταν από τη λάμπα ήταν μερικά μαγαζιά, όλα κλειστά για βράδυ. Υπήρχε μια απόλυτη σιωπή και τίποτε δεν σάλευε. Μια ελαφριά ομίχλη αιωρούταν πάνω από το έδαφος.
Ο Ρότζερ Μπάτον σταμάτησε πριν φτάσει στο πράσινο και έδειξε.
 «Εκεί» είπε. «Αν σταθείς εκεί, ένα λεωφορείο θα περάσει. Όπως είπα, δεν είναι μικρό ταξίδι, περίπου δυο ώρες. Μα μην ανησυχείς, είμαι σίγουρος πως οι νέοι θα περιμένουν. Έχουν τόσο λίγα για να πιστέψουν αυτές τις μέρες, βλέπεις.»
 «Είναι πολύ αργά» είπα. «Είσαι σίγουρος πως το λεωφορείο θα έρθει;»
 «Ω ναι. Φυσικά, μπορεί να χρειαστεί να περιμένεις. Αλλά τελικά κάποιο λεωφορείο θα έρθει.» Μετά με άγγιξε καθησυχαστικά στον ώμο. «Καταλαβαίνω ότι μπορεί να γίνει λίγο μοναχικό το να στέκεσαι εδώ έξω. Αλλά μόλις έρθει το λεωφορείο η διάθεσή σου θα ανέβει, πίστεψέ με. Ω ναι. Εκείνο το λεωφορείο είναι πάντοτε χαρά. Θα είναι ζωηρά φωτισμένο και είναι πάντα γεμάτο  χαρωπούς ανθρώπους που γελούν και αστειεύονται και δείχνουν έξω από το παράθυρο. Μόλις ανεβείς, θα αισθανθείς ζεστά και άνετα και οι άλλοι επιβάτες θα σου πιάσουν την κουβέντα, ίσως να σου προσφέρουν και κάτι να φας ή να πιεις. Μπορεί ακόμη και να τραγουδούν -αυτό εξαρτάται από τον οδηγό. Κάποιοι οδηγοί το ενθαρρύνουν, άλλοι όχι. Λοιπόν, Φλέτσερ, χάρηκα που σε είδα.»
Σφίξαμε τα χέρια κι έπειτα γύρισε και έφυγε. Τον παρακολούθησα να εξαφανίζεται μέσα στο σκοτάδι μεταξύ των αγροικιών.

Περπάτησα μέχρι το πράσινο και άφησα την τσάντα μου στη βάση του φανοστάτη. Άκουγα τον ήχο ενός οχήματος μακριά, αλλά η νύχτα ήταν τελείως ακίνητη. Ωστόσο, είχα ευθυμήσει με την περιγραφή του Ρότζερ Μπάτον για το λεωφορείο. Επιπλέον, σκέφτηκα την υποδοχή που με περίμενε στο τέλος του ταξιδιού μου -και τα γεμάτα λατρεία πρόσωπα των νεαρών- και ένιωσα την αισιοδοξία να αναδεύεται κάπου βαθιά μέσα μου.

Αρχική δημοσίευση μετάφρασης: The Greek Shorts
Μετάφραση: Αθηνά Κ.Π.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου