Ξεκίνησε με δυο χέρια που έψαχναν το ένα το άλλο στο σκοτάδι.
Ήταν γι'αυτά πολύ σημαντικό να νιώσουν το μεταξύ τους,
μια παρηγοριά ενάντια στη Μοναξιά, μια τρομερή λέξη που καλά καλά δεν ήξεραν ακόμη,
τους την είχαν ταΐσει, βλέπεις, με το κουτάλι, σε μικρές δόσεις από βρέφη.
Για να προσαρμοστούν καλύτερα.
Ύστερα, κάπως το ένα κρεμάστηκε από το δεύτερο αρνούμενο να συνεχίσει μόνο του,
λες και φοβόταν κάτι που δεν ήξερε.
Το διστακτικό άγγιγμα έγινε πνιγηρή λαβή.
Πολύ νωρίς ή πολύ αργά κάποιος έτρεξε να κρυφτεί μακριά.
Κι ύστερα όλα ξεκίνησαν από την αρχή με μια σπιθαμή πικρίας στο ιστορικό του καθενός.
Και ξανά. Και ξανά. Και ξανά.
Κάπως έτσι αργοπεθαίνει ο ρομαντισμός.
!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!
ΑπάντησηΔιαγραφή:) νομίζω συμφωνούμε
ΑπάντησηΔιαγραφή