Παρασκευή 16 Δεκεμβρίου 2016

Ξένιος Δίας

Όλα ξεκίνησαν με χαρούμενες παιδικές φωνές να ακούγονται πάνω κάτω στο διάδρομο της πολυκατοικίας. Από τους ήχους που περνούσαν τη λεπτή σαν καρυδότσουφλο πόρτα της, η Χαρά κατάλαβε πως κάποιος μετακόμιζε στο διπλανό διαμέρισμα. Αρχικά ενοχλήθηκε. Τα διαμερίσματα ήταν πολύ κοντά το ένα στο άλλο. Τόσο καιρό που δίπλα της δεν έμενε κανείς είχε την ησυχία της. Παρόλα αυτά, όταν άκουσε εκείνες τις παιδικές φωνούλες να μιλάνε ενθουσιωδώς στα αραβικά πέταξε τη σκούφια της. Μια οικογένεια από κάπου μακριά θα είχε τόσες πολλές ιστορίες να της πει, σκέφτηκε. Ίσως να μπορούσε να τους γνωρίσει λίγο καλύτερα.


Το επόμενο πρωί από τη μετακόμιση, όταν πια οι νέοι γείτονες είχαν αρχίσει να συμμαζεύουν το καινούργιο τους σπίτι, η Χαρά ξύπνησε από φωνές στο διάδρομο. Αμέσως, αναγνώρισε τη φωνή της κυρίας Αμαλίας, που είχε αυτοδιοριστεί διαχειρίστρια της πολυκατοικίας: «Ο τοίχος έχει σημάδια! Εσύ φταις! Την προηγούμενη εβδομάδα το βάψαμε!» Μια πιο βαθιά φωνή και πιο μπερδεμένη απαντούσε: « I dont speak Greek. I dont understand.» Μετά από μερικές ακόμα τέτοιες στιχομυθίες, η κυρία Αμαλία κατάλαβε πως δεν είχε καμιά ελπίδα να του τα ψάλλει με την ησυχία της, οπότε άρχισε να βαράει το κουδούνι της Χαράς φωνάζοντας ταυτόχρονα σε  όποιον μπορεί να την άκουγε: «Μιλάει κανείς αγγλικά;»

Η Χαρά εμφανίστηκε αναμαλλιασμένη από τον ύπνο στην πόρτα της και πριν προλάβει να πει μια λέξη: «Έλα κορίτσι μου, μιλάς αγγλικά ε; Να του πεις ότι ο τοίχος δεν ήταν λερωμένος πριν έρθει, αυτός το έκανε! Δεν μιλάει ελληνικά, ποιος ξέρει από πού είναι.» Η Χαρά γύρισε στο νέο γείτονα, ο οποίος φαινόταν αρκετά συγχυσμένος με αυτό το περίεργο καλωσόρισμα. Αφού συστήθηκε , του μετέφερε τα λόγια της κυρίας Αμαλίας, προσπαθώντας να του δείξει ότι η ίδια δε συμφωνούσε με τον τρόπο της. Αφού, λοιπόν, εκείνος της είπε-μέσω της Χαράς- πως ήταν πολύ προσεκτικός και δεν είχε κάτι τόσο ογκώδες ώστε να μη χωράει στο διάδρομο και να κάνει σημάδια, εκείνη πέρασε σε άλλο επίπεδο: «Έχει παιδιά! Τα άκουσα εγώ! Αυτά θα το έκαναν! Θα έτρεχαν πάνω κάτω με τα βρώμικα χέρια τους και μαύρισαν τον τοίχο!» Η Χαρά αναλάμβανε όλο και με πιο βαριά καρδιά το ρόλο του διερμηνέα. Ο νεοφερμένος έδειξε να θυμώνει με αυτές τις κατηγορίες και της είπε πως στην ηλικία των τριών και τεσσάρων τα παιδιά του ήταν πολύ μικρά για να φτάσουν τόσο ψηλά για να λερώσουν τον τοίχο. Μάλιστα, της έκανε και αναπαράσταση για να την πείσει, καθώς το ύφος της παρέμενε εχθρικό.

Μέσα σε όλα αυτά, η Χαρά ένιωθε πολύ άσχημα. Εκείνη είχε ελπίσει σε μια καλή σχέση με τους νέους της γείτονες. Ήθελε τόσο πολύ να ξεφύγει από αυτή την ανωνυμία της πολυκατοικίας όπου ο καθένας κοιτούσε τη δουλειά του και δεν έκανε τον κόπο να πει μια καλημέρα. Οι μόνοι κοινωνικοί άνθρωποι του κτηρίου ήταν η κυρία Αμαλία και η παρέα της, δυο εξίσου υπερήλικες κυρίες, που είχαν πιάσει η καθεμία από έναν όροφο και έστηναν αυτί στις πόρτες, κρυφοκοίταζαν από τα μπαλκόνια κι έπειτα μαζεύονταν όλες μαζί για να συζητήσουν τις ανήθικες ζωές των γειτόνων τους. Πού και πού έκαναν και κάποια επίθεση σαν κι αυτή σε κάποιον που τις ενοχλούσε επειδή ο σκύλος του γάβγιζε, επειδή έφερνε επισκέπτες στο σπίτι, επειδή δεν κλείδωνε την κάτω πόρτα τα βράδια και για πολλούς πολλούς άλλους λόγους.

Ο καημός της κυρίας Αμαλίας –μιας και δεν είχε καταφέρει τίποτα με τις κατηγορίες περί τοίχου- είχε στραφεί τώρα στην καταγωγή του ανθρώπου και της οικογένειάς του. Ρωτώντας αδιάκριτα από πού είναι, τι κάνει εδώ και γιατί δεν έκατσε στη χώρα του, πετούσε παράλληλα όποια χώρα γνώριζε που δεν ανήκε στην «πολιτισμένη δύση» λες και ήταν αυτό κάποιο έξτρα επιχείρημα. Η Χαρά εδώ αποφάσισε να διακόψει τη διεθνή σύνδεση της κυρίας Αμαλίας γιατί είχε αρχίσει να ντρέπεται πάρα πολύ για την όλη υποδοχή. Όταν αρνήθηκε να μεταφέρει έστω μία λέξη παραπάνω, η κατήγορος της γύρισε την πλάτη και επέστρεψε το διαμέρισμά της φωνάζοντας: «Είσαι μικρή ακόμα, δεν ξέρεις. Θα μας μαζευτούνε όλοι οι μετανάστες! Ο ένας πάνω στον άλλον θα κοιμούνται!»

Με μερικά συμβιβαστικά χαμόγελα και συγγνώμη, η Χαρά προσπάθησε να πιάσει κουβέντα στο νέο της γείτονα. Όπως αποδείχθηκε, ο Ομάρ  ανήκε στο διπλωματικό σώμα του πρέσβη της Αιγύπτου. Είχε πάρει μετάθεση στην Ελλάδα και μαζί με την οικογένειά του είχαν μετακομίσει στην Αθήνα. Ήταν αρκετά ανήσυχοι γιατί δεν γνώριζαν τη γλώσσα κι ούτε ήξεραν αν θα τους μετακινούσαν ξανά σύντομα. Σε αυτό το κλίμα, έχοντας βρει ένα συμπαθητικό διαμέρισμα είχαν ξυπνήσει εκείνο το πρωί με αισιοδοξία για μια καινούργια αρχή. Και να σου η κυρία Αμαλία να τους χτυπάει τα κουδούνια κι αντί να κρατά ένα γλυκό στα χέρια να φέρνει κατηγόριες.

Επιστρέφοντας στο μικρό της διαμέρισμα, η Χαρά θυμήθηκε τη δασκάλα του σχολείου που τους έλεγε για τον Ξένιο Δία και περηφανευόταν πάντοτε για τη φιλοξενία των Ελλήνων. Κάτι τέτοιο δεν φάνηκε να επιδεικνύει η κυρία Αμαλία, υπέρμαχος της ελληνικότητας. Ο Ομάρ ήταν μια χαρά άνθρωπος, κι όμως, όντας ξένος, για εκείνη ήταν μόνο μια απειλή.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου