Σάββατο 11 Μαρτίου 2017

Σε ξένο τόπο

Σε ξένο τόπο ν’ αγαπήσω  πες  μου
πώς, κλειστά παράθυρα μετρούν το χρόνο.

Στα πέτρινα πλακόστρωτα κατρακυλούν
οι σκέψεις της ημέρας. 
Ανάμεσα στα κλαδιά του πάρκου ο κόσμος
-μου- αναριγά.

Κι ήταν πάντοτε το θέλω του ταξιδιώτη
μες στην τσέπη μου.

Παθιασμένο και αταίριαστο.

Τρίτη 7 Φεβρουαρίου 2017

Το σπίτι των ονείρων

Ο Δημήτρης, στα τριανταπέντε πια, κοίταζε με περιέργεια την παλιά πολυκατοικία. Ο χρόνος είχε υπάρξει λίγο ανελέητος μαζί της, όπως με όλους άλλωστε. Δεν περίμενε ποτέ πως θα σταθεί ξανά σε αυτό το κατώφλι. Η παρόρμησή του να βγάλει τα κλειδιά από την τσέπη για να ανοίξει, διακόπηκε από ένα νοσταλγικό χαμόγελο. «Μετά από τόσα χρόνια μακριά σου, κι όμως ακόμη είσαι δικό μου.» σκέφτηκε κοιτώντας την εξώπορτα. Πήρε μια βαθιά ανάσα και χτύπησε το κουδούνι. Ακούστηκαν ομιλίες και το χτύπημα από παιδικά ποδαράκια που βιάζονται να καλωσορίσουν το νεοφερμένο. Θυμήθηκε τότε, που αυτός ο ήχος ερχόταν από τον ίδιο κάνοντας τον ενθουσιασμό του να αντηχεί σε όλο το σπίτι.

Τετάρτη 1 Φεβρουαρίου 2017

Ιστορίες από χαϊκού

πότε θα φτάσω
στον κόσμο απέναντι
πίσω να κοιτώ

βρέχει στο δρόμο
εδώ ησυχία κάνουν
ψυχές του όχι

καπνός θολώνει
βήμα τυφλό θα κάνω
φόβος που πρέπει

μάτια αλμυρά
με το φως σας λούζομαι
πόνος μου γλυκός

άνθη κερασιάς
να μπορούσα το χάδι
να φυλακίσω

ψυχές μπουγάδα
καρτερούνε τον ήλιο
να ζωντανέψουν


Παρασκευή 27 Ιανουαρίου 2017

Νυχτερινές στιχομυθίες της ρουτίνας

Και που λες ετοιμάζομαι για ύπνο. Ώρες το λαχταρώ να κοιμηθώ. Είμαι κομμάτια από την κούραση. Ακουμπάω το κεφάλι μου στο μαξιλάρι ωραία και καλά και τσαφ! Μια φωνή πετιέται και αρχίζει σε εκνευριστικό τόνο τις ερωτήσεις:

-Τα πιάτα τα έπλυνες;
-Ουφ, όχι θα το κάνω αύριο.
- Στην εφορία πότε θα πας;
-Είπαμε, την Τετάρτη.
-Δεν πήρες πίσω τηλέφωνο την Αναστασία.
-Ωχ! Το ξέχασα!
-Τη βαλίτσα; Τη βαλίτσα πότε θα τη φτιάξεις;
-Σε ένα μήνα φεύγω, έχω καιρό.
-Να κάνεις λίστα, μην ξεχάσεις τίποτα!
-Όχι, όχι μην ανησυχείς. Άσε με τώρα να κοιμηθώ λιγάκι.

Και σιωπά για λίγο. Κι εκεί που νομίζω πως ησύχασε κι ετοιμάζομαι να βολευτώ, να σου πάλι!

-Καλέ, το γατί δεν το τάισες!!!!!

-Δεν έχω γάτα. 

Παρασκευή 16 Δεκεμβρίου 2016

Ξένιος Δίας

Όλα ξεκίνησαν με χαρούμενες παιδικές φωνές να ακούγονται πάνω κάτω στο διάδρομο της πολυκατοικίας. Από τους ήχους που περνούσαν τη λεπτή σαν καρυδότσουφλο πόρτα της, η Χαρά κατάλαβε πως κάποιος μετακόμιζε στο διπλανό διαμέρισμα. Αρχικά ενοχλήθηκε. Τα διαμερίσματα ήταν πολύ κοντά το ένα στο άλλο. Τόσο καιρό που δίπλα της δεν έμενε κανείς είχε την ησυχία της. Παρόλα αυτά, όταν άκουσε εκείνες τις παιδικές φωνούλες να μιλάνε ενθουσιωδώς στα αραβικά πέταξε τη σκούφια της. Μια οικογένεια από κάπου μακριά θα είχε τόσες πολλές ιστορίες να της πει, σκέφτηκε. Ίσως να μπορούσε να τους γνωρίσει λίγο καλύτερα.

Παρασκευή 9 Δεκεμβρίου 2016

Αρνάκι φρικασέ και άλλα εδέσματα

photo by Carol von Canon 
Το ζευγάρι καθόταν στο συνηθισμένο του τραπέζι δίπλα στο τζάκι. Το μόνο που ακουγόταν ήταν το κροτάλισμα των σερβίτσιων και το χτύπημα από τις μασέλες τους καθώς καταβρόχθιζαν ό,τι είχαν μπροστά τους. Οι δυο τους έρχονταν χρόνια εδώ, χαρίζοντας στο μαγαζί λογαριασμούς όσο πέντε τραπέζια. Έτρωγαν και μεγάλωναν, σε πλάτος και βάθος τουλάχιστον. Με τον καιρό είχαν μάθει να μετατρέπουν κάθε ανάγκη σε  λαιμαργία. (Δεν τους έχουμε δει ποτέ να κοιτιούνται στα μάτια, παρά μόνο κατά  λάθος. Είναι λογικό, λοιπόν, να υποθέσουμε πως τυχόν υπαρξιακές ή άλλου πιο mainstream τύπου ανησυχίες, κατρακυλούσαν αμέσως στο μεταξύ τους χάσμα για να χαθούν για πάντα.) Έτσι, το φαγητό προσγειωνόταν ασταμάτητα στα υπερτροφικά τους στομάχια για να γεμίσει ένα κενό που έμενε πάντοτε εκπληκτικά άδειο.

Σήμερα, η παραγγελία ήταν ιδιαίτερα  παχυλή. Το ζευγάρι γιόρταζε την τεσσαρακοστή πέμπτη επέτειό του με το εστιατόριο. Η βραδιά ήταν γεμάτη συγκίνηση, κάτι το έκδηλο καθώς ανάμεσα στα μασουλήματα και τις βιαστικές γουλιές κρασιού, ο κύριος και η κυρία εναλλάξ κοιτούσαν όλο χαμόγελα τους υπόλοιπους θαμώνες και τους σερβιτόρους. Δεν μπορούμε, βέβαια, να είμαστε σίγουροι πως οι εκφράσεις τους αυτές δεν αποτελούσαν απλά μια προσπάθεια να ξεκολλήσουν τα υπολείμματα  χορταρικών, κρεατικών και λοιπών από τα δόντια τους.
Ξαφνικά, ο σύζυγος άρχισε να αγκομαχά καταρρέοντας πάνω στο ψητό γουρουνόπουλο. Η καρδιά του τον είχε προδώσει. Η σύζυγος δεν πτοήθηκε. Συνεχίζοντας να μασουλάει (με χάρη), σήκωσε τα μάτια από το πιάτο της για να βεβαιωθεί ότι κάποιος θα καλούσε ασθενοφόρο. Κι ενώ εκείνος παρέμενε σωριασμένος στο τραπέζι, εκείνη αποτέλειωνε το αρνάκι φρικασέ μην παραλείποντας να γλείψει τα δάχτυλά της.

Την επόμενη εβδομάδα ήρθαν ξανά στην ώρα τους, όπως πάντα.


Παρασκευή 2 Δεκεμβρίου 2016

Ο ξένος

Όταν φτάσαμε στο χωριό, μας υποδέχτηκαν με καχυποψία. Τα βλέμματά τους  έπεφταν πάνω μας  σαν μολύβι και βιάζονταν να σφίξουν τα  παιδιά τους κοντά και να κλειδαμπαρώσουν τα παραθύρια τους. Ανήσυχοι ψίθυροι ακολουθούσαν το κάθε μας βήμα. Οι ανάσες μας, θαρρείς, τους έκλεβαν από το δικό τους αέρα και γι’ αυτό μας αντιπαθούσαν. Οι λέξεις  «όχι», «φύγε» και «βρωμιάρηδες» ήταν από τις πρώτες  που μάθαμε στη γλώσσα τους. Ένα βήμα μπρος εμείς, δέκα βήματα πίσω εκείνοι, με σιχασιά.