Πέμπτη 31 Δεκεμβρίου 2015

Τι μου έμαθε ο παππούς χρόνος

Τι είναι αυτό που μας κάνει να μελαγχολούμε κάθε φορά που πλησιάζει η αλλαγή του χρόνου και οι ημέρες φαντάζουν ρεζερβέ για οικογενειακά τραπέζια και αγαπημένους φίλους;  Είναι το πρόβλημα αυτή η εξαναγκαστική χαρούμενη διάθεση ή όλα αυτά τα λαμπιόνια, τα φαγητά, τα χαμόγελα τα δήθεν και τα μη ή κάποια ανασκόπηση αυτού που πέρασε κι αυτού που έρχεται; Έχουμε μια εκπληκτική ικανότητα να πονάμε αναδρομικά και επετειακά για ένα σωρό πράγματα που μας συνέβησαν, ακόμη και αν μία μέρα πριν, γνωρίζαμε πως  τους είχαμε πλέον βάλει τη σφραγίδα «ξεπερασμένο» και τα είχαμε χώσει στην κατάψυξη. Είναι τόσα αυτά που ξεπηδούν κάθε χρονιά, τέτοια εποχή και πραγματοποιούν τη δική τους τελετουργία.  Ή μήπως είμαι μόνο εγώ; Μα γιατί πρέπει να είναι όλα τέλεια όταν αλλάζει ο χρόνος;

Τρίτη 15 Δεκεμβρίου 2015

Πες μου μαμά

Πες μου μαμά, πώς γυρίζουν οι κόσμοι μα εγώ μένω ακίνητη εδώ;
                           πώς αλλάζουν οι άνθρωποι μα μου φαίνομαι ίδια εγώ;
Πες μου μαμά, πώς ξεχνάω, κοιμάμαι, ονειρεύομαι και ξυπνώ;
                            πότε, αλήθεια, θα μάθω κι εμένα τόσο πολύ ν’αγαπώ;
Είναι αλήθεια, μαμά, πως κάποιος μια μέρα θα με τραβήξει μαζί του ξανά
μ’ αγάπη, με τρέλα, με όμορφους κόσμους, με μια αγκαλιά;
Κι ύστερα θα’ρθουν, σαν πρώτα, στιχάκια στιφά και σταχτιά
ξεχασμένες γωνίτσες, πικρές καταιγίδες από μαχαίρια μικρά
θα λιώσουν οι αχτίδες των ήλιων που μου ‘χε χαρίσει παλιά
θα κρύψω τα όσα εκείνον θυμίζουν λιγάκι βαθιά.
Και όταν αγγέλοι μιλήσουν και πάλι  για άλλη μι’ αγάπη, καινούργια, μαμά

Μα πόσος χώρος θα υπάρχει στο τέλος να κρύβω αγάπες βαθιά, βρε μαμά; 

Τρίτη 8 Δεκεμβρίου 2015

Στην Κονίσπολη αδερφές μου (-κι αδέρφια-)



«Τάξις και ασφάλεια», θα ακούσετε να ξεστομίζουν τα ανδρείκελα των εκάστοτε μικρών, μεσαίων, μεγάλων, ακατανόητων, ψεύτικων και ολοκληρωτικών εξουσιών. Θα ακούσετε ακόμα πολλά «θα», λέξεις όπως «αναβάθμιση, ποιότητα, ποσότητα, καλύτερο, αύριο, πρέπει, να σφίξουμε, να δώσετε, να πάρουμε, να χάσετε, να κερδίσουμε…» (Συμπληρώστε κατά βούλησιν. Δεν θα σας δίνεται, άλλωστε, συχνά τέτοια ευκαιρία.) Θα θυμώσετε, θα συμβιβαστείτε, θα σκύψετε το κεφάλι, θα σηκώσετε ανάστημα, θα φωνάξετε, θα σιωπήσετε, θα…Συμπληρώστε κατά βούλησιν. Άλλωστε, οι φόρμες σας λένε συνήθως ακριβώς τι πρέπει να γράψετε, να κάνετε, να πείτε. Και τι δεν πρέπει, ομοίως.


Δευτέρα 5 Οκτωβρίου 2015

Συνήθειες κατάποσης κόμπων

Τυλιγμένος με μερικά καθημερινά  πυροτεχνήματα και μια περιποιημένη χούφτα ηλιαχτίδες πηγαίνει πιο εύκολα κάτω. Για  εκείνον τον κόμπο που ισχυρίζεται πως δεν υπάρχει, μα αρνείται να εξαφανιστεί,μιλάω. Αγνώστου ετικέτας και ταυτόχρονα συμμετέχων σε κάθε διαθεσιακή ασυμμετρία. Φαίνεται πως τα παγκοσμίου φήμης  «υπαρξιακά» αρέσκονται στο να στέκονται στο λαιμό και όσο ψωμί και φως κι αν μπουκωθείς να  μην μετακινούνται παρακάτω. Κάποτε θα μπορούσε κανείς να πει πως αν λυθεί το ένα και το άλλο η κατάποση θα γίνει ευκολότερη και ύστερα από λίγο αβίαστη. Ωστόσο, με την πάροδο του χρόνου, ενώ το κάθε «πολύ σοβαρό» πρόβλημα που βολικά δικαιολογεί τον εκάστοτε κόμπο ξεφτίζει, τη θέση του παίρνουν καινούργια «σοβαρά» προβλήματα και κόμποι. Ίσως με τον καιρό η κατάκτηση της ηρεμίας είναι περισσότερο προϊόν της  αποδοχής αυτής  της μοίρας,  παρά  κάποιο μαγικό διαλυτικό για να το κάνεις γαργάρες.

Πέμπτη 23 Ιουλίου 2015

Να τους αγαπάς

Τους ανθρώπους να τους αγαπάς.

Κι ας είναι δύσκολοι, κι ας είναι εγωιστές, κι ας είναι απρόσεχτοι. Γιατί είσαι κι εσύ το ένα ή το άλλο ή κάτι ολότελα διαφορετικό. Εκείνους που σε δέχτηκαν όπως είσαι, ή που τουλάχιστον προσπάθησαν, να τους αγαπάς και να προσπαθείς να κάνεις και γι’ αυτούς το ίδιο.

Τι κι αν χωρίσουν δρόμοι και μονοπάτια, τι κι αν θυμώσεις ή πληγωθείς – και τα δυο απόρροια των δύο, όχι του μοναδικού φταίχτη και αποδιοπομπαίου τράγου – εσύ να τους αγαπάς.

Κι όσο μπορείς κι έχεις το θάρρος να τους το λες, να το φωνάζεις αν αντέχεις. Γιατί μπορεί να το χρειάζονται, γιατί μπορεί να μην το ξέρουν, γιατί μπορεί να το ξέχασαν, γιατί η ζωή είναι μικρή.
Μη φοβηθείς πως μπορεί να πετάξουν στα σκουπίδια αυτό που εσύ έφτιαξες με καρδιά και χέρια και κόπο, ψυχή και μυαλό. Μη φοβηθείς, γιατί η αγάπη ανακυκλώνεται κι αν τύχει και δεν τη θέλουν, εκείνη θα βρει ένα τρόπο να επιστρέψει σε σένα. Θα γίνει ξανά δικιά σου και θα μπορείς να τη μοιράσεις όπου εσύ θελήσεις ή να θρέψεις λίγο και τον εαυτό σου.

Τον εαυτό σου να τον αγαπάς επίσης.

Κι ας είναι όπως είναι, κι ας τον κατηγορείς πολλές φορές για τον κόσμο όλο. Γιατί αυτός είναι ο μόνος που ξαγρυπνά δίπλα σου όταν όλοι οι άλλοι σωπαίνουν. Αυτός είναι που σε έβγαλε από όσους βούρκους πέρασες με τα πόδια και εκείνος μονάχα θα μείνει να πολεμάει για σένα μέχρι τέλους. Όχι επειδή οι άλλοι δεν θέλησαν μα επειδή δεν μπόρεσαν, επειδή χρειάστηκε να φροντίσουν του ίδιους ή κάποιον άλλον.

Κι όταν μάθεις να αγαπάς, θα μπορείς να καταλάβεις ότι σ’ αγαπούν.

Κι ας είναι απασχολημένοι και  κουρασμένοι. Κι ας μην το δείχνουν όπως θα ‘θελες παρά με το δικό τους τρόπο, γιατί ποτέ δεν ήταν οι άνθρωποι των συναισθηματισμών. Κι ας νομίζεις ότι σε ξέχασαν. Κι ας είναι μακριά. Εκείνοι σε αγαπούν και κάπου βαθιά το ξέρεις.


Τους ανθρώπους σου να τους αγαπάς.

Κυριακή 24 Μαΐου 2015

Στο νοσοκομείο

Υπάρχουν υπηρεσίες και κτήρια  που κανείς δεν επισκέπτεται με χαρά γνωρίζοντας τι έχει να αντιμετωπίσει. Το ΙΚΑ, οι εφορίες, τα νοσοκομεία συνορεύουν με τη λέξη «ταλαιπωρία» στα διαμερίσματα του εγκεφάλου, όπως άλλωστε είναι λογικό. Φαίνεται, όμως, πως όλες οι αρνητικές εμπειρίες, δικές μας και άλλων, αθροίζονται σε μια γενική απαξίωση προς τους ανθρώπους που δουλεύουν εκεί. Ίσως σε κάποιες περιπτώσεις η δυσαρέσκεια να είναι δικαιολογημένη, αλλά  η τάση να θεωρούμε όλους αυτούς τους ανθρώπους ρομποτάκια που οφείλουν να κάνουν τη δουλειά τους γρήγορα και αποτελεσματικά, παρά τις όποιες αντιξοότητες είναι πολλές φορές άδικη.

Ένα περιστατικό που με έβαλε στο μονοπάτι τέτοιων σκέψεων συνέβη μια μέρα σε ένα νοσοκομείο, στα επείγοντα. Η ουρά στη διαλογή φαινόταν ακίνητη σαν βόα που χωνεύει και ο εκνευρισμός ήταν διάχυτος στην ατμόσφαιρα. Όσο καλές προθέσεις και να έχει κανείς, επηρεάζεται. Παρόλα αυτά, είχα αποφασίσει να αντισταθώ στα αρνητικά κύματα  που λυσσομανούσαν γύρω μου και να κάνω υπομονή. Όταν πια έφτασα στην αρχή της ουράς και συνειδητοποίησα πως δεν είχα την προσοχή του ανθρώπου που βρισκόταν απέναντί μου, ετοιμάστηκα να ρίξω μερικά αστραπόβροντα  γιατί «και η υπομονή έχει τα όριά της»… Ακολουθώντας, όμως , το βλέμμα της υπαλλήλου είδα κάτι άλλο.

Εκείνη τη στιγμή ένα φορείο πέρασε γρήγορα   μπροστά στα μάτια μου, πάνω βρισκόταν  ξαπλωμένος ένας αιμόφυρτος άνδρας. Προκλήθηκε μια αναστάτωση να γίνει γρήγορα  χώρος να περάσει ο τραυματίας. Τα μάτια της υπαλλήλου ακολούθησαν το φορείο γουρλωμένα.Ψιθύρισε ερωτηματικά ένα όνομα. Σηκώθηκε να δει καλύτερα ,μα μόλις το φορείο εξαφανίστηκε στο διάδρομο, έπεσε πάλι στην καρέκλα της τρομαγμένη ξεσπώντας σε λυγμούς. Πολύ γρήγορα  πήρε δυο βαθιές ανάσες, σκούπισε τα μάτια της  με ένα χαρτομάντηλο, κατάπιε και μου ζήτησε το βιβλιάριο. Κι εκεί που έκπληκτη την παρατηρούσα να συνεχίζει τη δουλειά της με μια μόλις εγκατεστημένη σκιά στα μάτια, αναρωτήθηκα  αν κάποιος άλλος θα της είχε βάλει τις φωνές που καθυστέρησε. Το γεγονός ότι δεν μπορώ να απαντήσω με σιγουριά στον εαυτό μου με τρομάζει.


Πέμπτη 7 Μαΐου 2015

Άπνοια (στη Χώρα των Θαυμάτων)

Μικρές καθημερινές αναμετρήσεις που έγιναν συνήθεια.
Χαμηλές πτήσεις με λαχτάρα για να προσγειωθούν, κάθε φορά, απότομα.
Ανάσες βαθιές, αναισθητικό.
Μακριά, περιπλανώμενοι θίασοι μοιράζουν πεφταστέρια.
Εδώ, κλειδωμένες κάμαρες αναμένουν το τίποτε.
Στο ντουλάπι ένα κιλό ζάχαρη που πικρίζει.
Δίπλα της τα "ίσως", καραμέλες με γεύση μέντας.
Μερικές φορές ασφυκτιώ από μέσα προς τα έξω.
Κι όμως, επιμένω ακόμη πως η Αλίκη έχει βρει τη Χώρα των Θαυμάτων.

Παρασκευή 16 Ιανουαρίου 2015

Οι άνθρωποι των μονολόγων

Το απόγευμα με βρίσκει σε ένα λεωφορείο που ξεφυσάει, να ανταλλάσσω συνηθισμένες κουβέντες για μαθήματα και βαθμούς. Απέναντί μου ένας μεσήλικας, αξύριστος, εμφανώς κουρασμένος. Μυρίζει έντονα τσιγάρο και κρατάει μερικές σακούλες. Έχει χυθεί στο κάθισμά του και κοιτάζει γύρω του αφηρημένα. «…ναι, αν δε γράψεις στην κόλλα σου ότι είσαι για πτυχίο θα σου διορθώσει το γραπτό μετά από τρεις μήνες..»  Τότε ακούμε μια φωνή που δε συμμετείχε πριν στη συζήτηση : «Τι μου θυμίζεις τώρα, είχα πάει στη δασκάλα μου λουλούδια για να μου δώσει το απολυτήριο και τα είχα πάει καλά, ξέρετε. Στην αριθμητική, βέβαια, ήμουν καλός, όχι στα άλλα. Έτσι κάνει ο καθηγητής ε; Αν είναι να πάρεις πτυχίο σε περνάει να πας στο καλό αλλιώς σε αφήνει τρεις μήνες να περιμένεις, ε; Ήμουν 65 μέρες στην εντατική εγώ. Για μια μαγνητική με τρέχανε πάνω κάτω, πάνω κάτω. Δεν τους εμπιστεύομαι, είναι κακοί άνθρωποι οι περισσότεροι, έχω δει κι αν έχω δει εγώ.»
Η γνωστή παύση αμηχανίας, χαμόγελα ευγένειας μα εκείνος φαινόταν έτοιμος να συνεχίσει πριν προλάβουμε να πούμε κάτι άλλο. «Δεν ξαναπάω, τα φάρμακα μόνο και έξω απ’ την πόρτα. Το είχα κάνει λίμπα το γραφείο του γιατρού μια φορά αλλά τι θα μου κάνουν; Τι έχει μείνει να μου κάνουν; Κάτι κύστες μου είπαν ότι είχα, μου κάνανε εγχείρηση εδώ κι εδώ.» είπε δείχνοντας την κοιλιά του. Σταμάτησε λίγο, μας κοίταξε για να βεβαιωθεί ότι τον ακούμε και συνέχισε: «Φακελάκι θέλουν όλοι τους. Αλλά εγώ ποτέ δεν τους έδωσα λεφτά. Μόνο για κάτι επισκέψεις για να μου κόψουνε τα ράμματα. 90 ευρώ για να κόψουν ένα ράμμα! Με πάταγε λίγο στην κοιλιά, καλά είσαι, μου έλεγε. Τι καταλαβαίνεις, άνθρωπέ μου με ένα πάτημα; Κόψε το ράμμα, μη μου πιάνεις την κουβέντα κι άσε με να φύγω,  μη με ταλαιπωρείς κι άλλο. Δίκιο δεν έχω;» πρόσθεσε χαμογελώντας.
Δεν φαινόταν να χρειάζεται απάντηση στο μονόλογό του, είχε την ανάγκη να τα πει κι ενώ πολλές φορές σε τέτοιες περιπτώσεις επικρατεί η αμηχανία, αυτή τη φορά έπιασα τον εαυτό μου να το απολαμβάνει. Η φωνή του ήταν σιγανή και ανακατευόταν πολλές φορές με τον ήχο της μηχανής. Ιδιαίτερα όταν ανεβαίναμε ανηφόρα, τα λόγια του χάνονταν στα μουγκρητά του λεωφορείου. Μα φαινόταν σαν ο ήχος αυτός να πρόσθετε στα λόγια του παρά να αφαιρεί. Έδινε την ευκαιρία να παρατηρήσεις τις εκφράσεις του και να καταλάβεις πως δεν είχε τελικά τόση σημασία τι έλεγε αλλά με πόση χαρά το μοιραζόταν.
Μιλούσε ευχάριστα για πράγματα δύσκολα, προσδίδοντάς τους μια ελαφρότητα. Γκρίνιαζε, μα μόλις κάτι φαινόταν να βαραίνει το βλέμμα του, το έδιωχνε με ένα γέλιο και συνέχιζε απτόητος. «Έχω μπει σε όλα τα δωμάτια του νοσοκομείου εγώ, κατά λάθος σε πολλά. Είχα μπει και σε κάτι ψυγεία, εκεί που πάνε οι πεθαμένοι. Κρύο έκανε εκεί, πολύ. Είχαν ξεχάσει την πόρτα ανοιχτή γι’αυτό μπήκα. Και μου είχαν ετοιμάσει ένα δωμάτιο μονόκλινο, σκοτεινό, με μια τηλεόραση, στην άλλη άκρη μακριά από όλους. Τους είπα αν με αφήσουν εκεί θα φουντάρω από το μπαλκόνι μόλις φύγουν, τι να το κάνω εγώ μια τηλεόραση να την κοιτάζω όλη μέρα; Τουλάχιστον στα τρίκλινα βλέπεις λίγο κόσμο. Και πείνα. Αυτό θα πει πείνα. Ό,τι δεν έτρωγαν οι διπλανοί μου το καταβρόχθιζα. Λίγο γύρναγαν οι νοσοκόμες την πλάτη και πάει κι ο μπακαλιάρος, πάει και το κοτόπουλο. Ε τι, να πεινάω;» ξέσπασε γελώντας σαν παιδί που το πιάσανε να κάνει αταξία.
Έλεγε κι άλλα πολλά, ήταν σαν να του έρχονταν τυχαία στο μυαλό και δεν προσπαθούσε να μιλήσει για ένα πράγμα με αρχή, μέση και τέλος. Παρατήρησα, όμως, πως  ό,τι κι αν έλεγε έκανε παύσεις μονάχα σε κάτι που του φαινόταν αστείο ή μια όμορφη ανάμνηση. Αναρωτήθηκα πώς κατάφερνε να τα συνθέτει όλα έτσι, χωρίς να μένει τίποτα πικρό πίσω. Ήταν σίγουρα κάτι το αξιοζήλευτο. Θυμήθηκα πόσες φορές είχα εντυπωσιαστεί από αντίστοιχους μονόλογους σε λεωφορεία γιατί οι άνθρωποι απέναντί μου με άφηναν για λίγο να κοιτάξω από την κλειδαρότρυπα της καθημερινότητάς τους. Διαφορετικές κοσμοθεωρίες, αλήθειες, τυχαίες γνώσεις, αναμνήσεις, αραδιάζονταν όλες στα πόδια μου σε μικρά κομμάτια. Αποφάσισα να δίνω μεγαλύτερη προσοχή στους ανθρώπους των μονολόγων από εδώ και πέρα.
Κάποια στιγμή έφτασε η ώρα να κατέβει. Τότε μας είπε ότι καλύτερα να γίνουμε μικροβιολόγοι κι όχι γιατροί, οι μικροβιολόγοι είναι καλοί, είπε. Μας ευχήθηκε καλή πρόοδο και έφυγε χαμογελαστός. Κι εκεί που η συζήτηση άρχισε δειλά δειλά να επιστρέφει στα γνωστά της μονοπάτια, εγώ είχα ένα χαμόγελο μέχρι τα αυτιά, από αυτά που αποκτάς όταν κάνεις μια προσωπική μικρή ανακάλυψη που δεν είναι απαραίτητο να κατανοήσουν οι άλλοι.


(Τα λεγόμενα του αγνώστου που δεν έμαθα το όνομά του μεταφέρθηκαν όσο γινόταν αυτούσια με κάθε επιφύλαξη ελλιπούς μνήμης.)

Να μοιράζεσαι τη σιωπή

Καθόταν στην άκρη του δρόμου. Το τοπίο γύρω της άγνωστο, μα αυτό ήταν συνηθισμένο πια. Το σακίδιο κρεμόταν από το δεξί της μπράτσο, σαν σε θέση ετοιμότητας, μα της φαινόταν πολύ βαρύ ξαφνικά  για να σηκωθεί και να συνεχίσει το δρόμο της. Στο κάτω κάτω δεν είχε αποφασίσει ακόμη προς τα πού θα ήταν αυτή τη φορά ο δρόμος της. Το καλό με τις μοναχικές περιπλανήσεις είναι πως δεν χρειάζεται να ακολουθήσεις άλλο ρυθμό παρά τον δικό σου. Το κακό είναι πως μερικές φορές ο ρυθμός σου μπορεί να μην είναι αρκετός για να συνεχίσεις. Έτσι ήταν από πάντα. Ένα σακίδιο στην πλάτη και έξω από την πόρτα. Την είχαν συνηθίσει και οι γονείς και οι φίλοι πια και δεν την έψαχναν απεγνωσμένα τόσο συχνά. Ίσως το είχαν πάρει απόφαση πως θα κρατούσαν μαζί της επαφή όποτε και αν το ήθελε εκείνη, κάτι που πολύ πίκραινε τους δικούς της. Ύστερα, όμως, από τόσα χρόνια στο δρόμο, τόσες υπέροχες ανακαλύψεις, για πρώτη φορά, είχε σταματήσει και σκεφτόταν στ’ αλήθεια. Για πρώτη φορά, ύστερα από πάντα, ήθελε λίγη παρέα. Τα ταξίδια είχαν ξεκινήσει ως φυγή. Από την πραγματικότητα, από τους ανθρώπους, από τη ρουτίνα. Στην αρχή κάθε ταξίδι σημάδευε και κάτι άσχημο που άφηνε πίσω. Τώρα πια δεν είχε μείνει τίποτε πίσω, ούτε άσχημο ούτε ωραίο. Για την ακρίβεια, δεν είχε μείνει καν κάποιο «πίσω».

Τετάρτη 7 Ιανουαρίου 2015

Τα αντίο του Χόλυγουντ

Έρχεται η στιγμή που πρέπει να πεις αντίο. Η στιγμή αυτή σε βρίσκει σε ένα αεροδρόμιο, στη μέση του δρόμου, δίπλα σε μια πόρτα ή ακόμα και μπροστά σε ένα βιαστικό σημείωμα. Ο φόβος του αποχαιρετισμού φορτίζεται και με ένα άγχος κινηματογραφικού υπόβαθρου. Πιάνεις τον εαυτό σου να σκέφτεται πώς θα βγάλει εκείνον το συγκινητικό λόγο που θα κλείσει με το γδούπο της πόρτας ή πώς θα ψιθυρίσει εκείνες τις μαγικές λεξούλες που θα γίνουν ρητό και θα επαναλαμβάνονται ξανά και ξανά με ευλάβεια. Στις ταινίες που τρέχουμε να ζητήσουμε παρηγοριά και εντατικά μαθήματα μη-ρεαλισμού η στιγμή του αποχωρισμού έρχεται σιγά σιγά, μερικές φορές υπερβολικά «σιγά σιγά». Κοντινά στους πρωταγωνιστές, ίσως να δούμε και καμιά αγκαλιά, βουρκωμένα μάτια, η μουσική κλιμακώνεται –βιολιά κατά προτίμηση ή κάποιο μελαγχολικό πιάνο – και τότε κατευθείαν από την πένα του σεναριογράφου, στα χείλη του ηθοποιού οι πιο όμορφες, εμπνευσμένες, μοναδικές λέξεις που θα συνθέσουν το αντίο.
Μετά από αρκετή παρατήρηση του φαινομένου θα ήθελα να αναφέρω πως η στιγμή του αποχαιρετισμού δεν σουλατσάρει σιωπηλά στο φόντο αλλά ορμάει άτσαλα, διαλύοντας κάθε πρόταση που μπορεί να είχες φτιάξει στο κεφάλι σου και απαιτεί την προσοχή σου. Και τότε καταλαβαίνεις πως είναι μονάχα μια στιγμή –όχι παρατεταμένη κινηματογραφική- που ίσα ίσα προλαβαίνεις να κοιτάξεις, να ψελλίσεις ένα «γεια», να στείλεις ένα φιλί ή και τίποτε από όλα. Η στιγμή αυτή προκαλεί αμηχανία, απογοήτευση και μια μικρή ανακούφιση όταν φεύγει γρήγορα και αμετάκλητα. Δεν πρόκειται να περιμένει να ανασυνταχθείς, να τη χορτάσεις, να τη δεχτείς…γιατί πάντα υπάρχει κάποιος που κορνάρει, κάποιος που περιμένει, κάτι που αναχωρεί ή απλά μερικά συναισθήματα που γίνονται όλο και πιο επίμονα και αναγκάζουν κάποιον από τους δύο να βιαστεί για να τα αντιμετωπίσει μόνος του. Και μετά βρίσκεσαι να στέκεις μόνος ή να περπατάς βιαστικά χωρίς να κοιτάς πίσω. Και είναι σαν κάτι να άδειασε πολύ γρήγορα, τόσο που για λίγο χάνεις την ισορροπία σου, απορείς και καταλαβαίνεις πως όλα τελείωσαν.
Υπάρχουν και αποχαιρετισμοί που προσεγγίζουν τους κινηματογραφικούς σε συναίσθημα και οξυδέρκεια. Είναι αυτοί που τους τραβάς από τα μαλλιά, τους ξεκινάς πολύ πιο πριν, ίσως και ώρες, και στην πορεία εξαντλείσαι γιατί οδηγούν σε σκηνές σαπουνόπερας. Ακόμα κι έτσι, η στιγμούλα εκείνη θα καταφτάσει ύπουλα όταν θα έχεις  πια χαλαρώσει και θα δουλέψει όπως σε κάθε άλλη περίπτωση αφήνοντας μια τελευταία γεύση απορίας.
Το ηθικό δίδαγμα, λοιπόν, αποτελείται από τρεις λέξεις : Ποτέ δεν ξέρεις. Ποτέ δεν ξέρεις στ’ αλήθεια πότε είναι η τελευταία στιγμή που βλέπεις κάποιον ακόμη κι αν έτσι νομίζεις, ποτέ δεν ξέρεις πότε είναι η τελευταία χαρούμενη στιγμή μαζί, ποτέ δεν ξέρεις πότε είναι η τελευταία στιγμή που θα θέλεις να θυμάσαι. Γι’ αυτό, το αντίο θα μπορούσε να είναι μια σύνθεση από αναμνήσεις που θα περιλαμβάνει ένα νεύμα, ένα χαμόγελο, μια βόλτα, λίγη σιωπή, τον ήχο της βροχής και ό,τι άλλο μπορεί να είχε σημασία.
Με τον καιρό μαθαίνεις πως εκείνη η στιγμή του αποχαιρετισμού δεν είναι τίποτε το σημαντικό. Δεν μπορεί μια τόση δα στιγμούλα να αντιπροσωπεύει μια ολόκληρη φιλία, έναν έρωτα, μια οποιουδήποτε είδους σχέση. Μαθαίνεις ακόμα, πως κατά πάσα πιθανότητα κάθε φορά θα υπάρχει κάτι που δεν είπες, κάτι που δεν έκανες. Κάποιο λόγο θα είχες, σίγουρα. Τα αντίο είναι κάτι που χρειαζόμαστε, μας αρέσει να κλείνει η αυλαία πριν την επόμενη πράξη, μόνο που δε χρειάζεται να θυμόμαστε μόνο τα τελευταία λόγια και να τα βαραίνουμε παραπάνω από όσο πρέπει. Κάθε φορά που η φράση «αυτή είναι η τελευταία φορά που…» εγκαθιδρύεται στη σκέψη μας, τα κάνει όλα να μοιάζουν τόνους βαριά και ψεύτικα, πιο σημαντικά από  ότι είναι στ’ αλήθεια. Κι όμως, υπάρχουν τόσες τελευταίες φορές που είναι τέλειες όπως ήταν, ακριβώς επειδή δεν το ξέραμε.

Ονειροθραύστες

Υπάρχει άραγε κάποιος που δεν έχει έρθει αντιμέτωπος με εκείνο το βλέμμα της μασκοφορεμένης δυσπιστίας όταν ξεστομίζει με ελπίδα ένα μεγάλο όνειρο ή στόχο; Εκείνο το βλέμμα  που με μια ματιά μοιάζει να συμπονεί, προχωρώντας καταλαβαίνεις πως διαφωνεί διακριτικά και λίγο πιο πίσω κρύβεται το «ναι καλά, λέγε εσύ». Αυτό το βλέμμα, λοιπόν, αν το συναντήσετε έχετε να κάνετε με έναν ονειροθραύστη  που δεν είναι ακόμα έτοιμος να αποκαλυφθεί. Και τότε πρέπει να επιστρατέψετε όλη τη δύναμή σας για να υποστηρίξετε –όχι να πείσετε.
Οι διστακτικοί ονειροθραύστες  χτυπούν τη στιγμή που θα σας δουν  να αμφιβάλετε, οι πιο ισχυρογνώμονες δεν περιμένουν, διώχνουν το ενοχλητικό ζωύφιο μόλις το αντιληφθούν. Αραδιάζουν, λοιπόν, όλα τα λογικά επιχειρήματα γιατί «δεν πρόκειται» , χαμογελούν μελαγχολικά γιατί «κι εγώ μικρός τέτοια είχα στο κεφάλι μου, αλλά…» και θεωρούν ότι πρόλαβαν το κακό της απογοήτευσης και σας έβαλαν μυαλό πριν να είναι πολύ αργά. Αμ δε. Αν κάτι το θέλετε στ’ αλήθεια, κανένας ονειροθραύστης δεν μπορεί να το χαλάσει. Η ζωή μπορεί, οι ονειροθραύστες δεν έχουν τέτοια δύναμη. Αν λίγα λόγια «σωφρονισμού» είναι αρκετά για να καταρρεύσει ένα μεγάλο όνειρο…μάλλον δεν ήταν και τόσο μεγάλο.
Τα όνειρα είναι ο τρόπος να μάθουμε, να προσπαθήσουμε, να πέσουμε, να ξανασηκωθούμε, να αλλάξουμε, να βγούμε σώοι από μια κακή περίοδο, να γίνουμε αυτό που θέλουμε να είμαστε ή να το πλησιάσουμε. Κι αν αποτύχουμε σίγουρα θα έχουμε πάρει πολύ περισσότερα πράγματα από ότι αν τα είχαμε παρατήσει ακολουθώντας τη συμβουλή κάποιου σπλαχνικού ονειροθραύστη.

Μα όλα αυτά δεν είναι καινούργια, δεν θα γράψω για τα καλά του να ονειρεύεσαι, ήθελα μόνο να προειδοποιήσω για τους ονειροθραύστες: Είναι πολλοί και κυκλοφορούν ελεύθεροι. Μην τους ακούτε.